ἐπεξευρίσκω
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
devise or discover besides, Hdt.2.160; τι πρὸς ἀσφάλειαν J.AJ15.8.5:—Pass., ἐπεξευρημέναι χρεῖαι Arist.Pol.1331a14.
German (Pape)
[Seite 916] (s. εὑρίσκω), noch dazu erfinden, παρὰ ταῦτα οὐδὲν ἐπεξευρεῖν Her. 2, 160; Arist. Pol. 7, 11 u. Sp., wie Theon. progymn. 1.
French (Bailly abrégé)
inventer en outre.
Étymologie: ἐπί, ἐξευρίσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεξευρίσκω:
1 изобретать, придумывать: τούτων δικαιότερον ἐπεξευρέειν Her. придумывать (что-л.) получше этого;
2 открывать, находить (ἐπεξευρημέναι χρεῖαι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεξευρίσκω: προσέτι ἐφευρίσκω, Ἡρόδ. 2. 160. ΙΙ. προσέτι, ἀνακαλύπτω, πολεμικὰς χρείας, τάς τε ἄλλας καὶ τὰς νῦν ἐπεξευρημένας Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 11, 11.
Greek Monolingual
ἐπεξευρίσκω (Α)
1. ανακαλύπτω, βρίσκω επί πλέον («ἀεί τι πρὸς ἀσφάλειαν ἐπεξευρίσκω»)
2. εφευρίσκω επίσης.
Greek Monotonic
ἐπεξευρίσκω: μέλ. -εξευρήσω, εφευρίσκω επιπλέον, σε Ηρόδ.