καταπάσσω
τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man
English (LSJ)
Att. καταπάττω, fut. καταπάσω [ᾰ] (v. infr.): aor. 1 A κατέπᾰσα Men. 708:—besprinkle, bespatter with, πάντα καταπάσω βουλευματίων Ar. Eq.99: usually c. dat. rei, ἀψινθίῳ κ. μέλι Men. l. c.; γῇ τὰς κεφαλὰς κ. LXX 2 Ma.10.25: also abs., pour out, κ. Χύδην Pherecr.168:— Pass., καταπαττόμενος Ar.Nu.262:—Med., κ. τὰς κεφαλὰς πηλῷ their own heads, v.l. in D.S.1.72,91. II c. acc. rei, sprinkle, strew over, ἄνθος Χαλκοῦ Hp.Fist.3; ἄλευρα Arist.HA627b20; κατὰ τῆς τραπέζης κ. τέφραν Ar.Nu.177:—Med., καταπασάμενος τῆς κεφαλῆς κόνιν on his own head, J.BJ2.21.3 (v.l. καταμησάμενος) ; γῆν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς v.l. in LXX Jb.1.20; τῶν στρωμάτων ῥόδα πολλὰ κατεπέπαστο Luc.Asin.7.
German (Pape)
[Seite 1368] att. -πάττω (s. πάσσω), bestreuen, überstreuen; πάντα ταῦτα καταπάσω βουλευματίων, ich werde Alles damit überstreuen, Ar. Equ. 99; μυῤῥίναις ὁδόν Eumath. 1; ἄλευρα καταπάσαντες Arist. H. A. 9, 40, daraufstreuen; κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας τέφραν Ar. Nubb. 177; καταπαττόμενος ib. 261; καταπάττεσθαι τὰς κεφαλὰς πηλῷ D. Sic. 1, 91; davon κατάπαστος, bestreu't, ἡδυσματίοις, τυρῷ, Teleclid. u. Archestr. Ath. VI, 268 e u. VII, 321 c; στεφάνοις κατάπαστος, mit Kränzen bedeckt, Ar. Equ. 502; von Kleidern, bunt durchwebt oder gestickt, ib. 968; D. Cass. 72, 17.
French (Bailly abrégé)
saupoudrer, répandre sur.
Étymologie: κατά, πάσσω.
Russian (Dvoretsky)
καταπάσσω: атт. καταπάττω (fut. καταπάσω) посыпать, усыпать (ἄλευρα Arst.; τέφραν κατὰ τῆς τραπέζης Arph.; τὰς κεφαλὰς πηλῷ Diod.; перен. πάντα βουλευματίων καὶ γνωμιδίων Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
καταπάσσω: Ἀττ., -ττω, μέλλ. -άσω·- πάσσω τι κατά τινος, καταρραντίζω, ἐπιπάσσω, «καταπασπαλίζω», πάντα καταπάσω βουλευματίων καὶ γνωμιδίων καὶ νοιδίων, συνετάχθη οὕτω διότι σημαίνει: πληρώσω, καταπληρώσω τινὰ διὰ τῶν…, Ἀριστοφ. Ἱππ. 99· (Σουΐδ. «καταποικιλῶ, πληρώσω»), ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ. πράγμ., ἀψινθίῳ κ. μέλι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 160· γῇ τὰς κεφαλάς κατ. Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ι΄, 25)· μυρρίναις τὴν ὁδόν Εὐμάθ., πρβλ. κατάπαστος.- Παθ., καταπαττόμενος παιπάλη γενήσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 262.- Μέσ. καταπάττεσθαι τὰς κεφαλὰς πηλῷ, τὰς ἰδίας των κεφαλάς, Διόδ. 1, 71. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐπιρρίπτω, ἄνθος χαλκοῦ Ἱππ. 884D· ἄλευρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 59· κατὰ τῆς τραπέζης κ. τέφραν Ἀριστοφ. Νεφ. 177.- Μέσ., καταπάττεσθαι τῆς κεφαλῆς κόνιν, κατὰ τῆς ἰδίας κεφαλῆς ῥίπτειν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21. 3· γῆν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν Ἑβδ. (Ἰὼβ Α΄, 20, διάφ. γραφ.).- Περὶ τοῦ Ἀππ. Καρχηδ. 129, ἴδε κατάσσω.
Greek Monolingual
καταπάσσω, αττ. τ. καταπάττω (Α)
1. πασπαλίζω, καταρραντίζω κάτι επιμελώς («ἀψινθίῳ καταπάσσειν μέλι», Μέν.)
2. χύνω ή ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιο πράγμα
3. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω («κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας λεπτὴν τέφραν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πάσσω «πασπαλίζω»].
Greek Monotonic
καταπάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -πάσω,
I. καταρραντίζω ή καταπιτσιλίζω, σε Αριστοφ. — Παθ., καταπαττόμενος, στον ίδ.
II. με αιτ. πράγμ., επιρρίπτω, στον ίδ.
Middle Liddell
attic -ττω fut. -πάσω
I. to besprinkle or bespatter, Ar.:—Pass., καταπαττόμενος Ar.
II. c. acc. rei, to sprinkle or strew over, Ar.