ὑπεκκλίνω

From LSJ
Revision as of 12:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκκλίνω Medium diacritics: ὑπεκκλίνω Low diacritics: υπεκκλίνω Capitals: ΥΠΕΚΚΛΙΝΩ
Transliteration A: hypekklínō Transliteration B: hypekklinō Transliteration C: ypekklino Beta Code: u(pekkli/nw

English (LSJ)

[ῑ], bend aside, escape, Ar.Eq.272 (troch.): c. acc., shun, avoid, Plu.Cam.18.

German (Pape)

[Seite 1186] ausbiegen, ausweichen; Ar. Equ. 272; τί, Plut. Camill. 18.

French (Bailly abrégé)

esquiver en se détournant un peu, éviter.
Étymologie: ὑπό, ἐκκλίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκκλίνω: (ῑ) отклоняться, увертываться Arph.: ὑ. τὴν ἐπιφορὰν πρὸς τοὺς λόφους Plut. отходить под натиском (противника) к холмам.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκκλίνω: [ῑ], ἐκκλίνω κατὰ μέρος, ἐκφεύγω, διαφεύγω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 273· μετ’ αἰτ., ἐκτρέπομαι, ἀποφεύγω, Πλουτ. Κάμιλλ. 18· ὡσαύτως μετὰ γεν., Βυζ.

Greek Monolingual

Α
1. εκφεύγω, διαφεύγω
2. (με αιτ.) αποφεύγω («τὸ δὲ δεξιὸν ὑπεκκλίναν τὴν ἐπιφοραν ἐκ τοῦ πεδίου πρὸς τοὺς λόφους ἧττον ἐξεκόπη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκλίνω «γέρνω προς τα έξω, απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποφεύγω»].

Greek Monotonic

ὑπεκκλίνω: [ῑ], -εκκλῐνῶ, κλίνω, γέρνω στο πλάι, δραπετεύω, διαφεύγω, σε Αριστοφ.· με αιτ., εκτρέπομαι, αποφεύγω, σε Πλούτ.

Middle Liddell

-εκκλῐνῶ
to bend aside, escape, Ar.: c. acc. to shun, avoid, Plut.