εἰδοποιός

From LSJ
Revision as of 13:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰδοποιός Medium diacritics: εἰδοποιός Low diacritics: ειδοποιός Capitals: ΕΙΔΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: eidopoiós Transliteration B: eidopoios Transliteration C: eidopoios Beta Code: ei)dopoio/s

English (LSJ)

όν, A constituting a species, specific, διαφορά Arist.Top.143b7, cf.EN1174b5, Plot.6.3.18, Dam.Pr.308. II creating forms, Procl.Inst.157, Dam.Pr.310: c. gen., creating a form or pattern, ἀριθμός… δικαιοσύνης εἰ. Theol.Ar.28, cf. 10.

Spanish (DGE)

-όν
1 que da forma τὸ δημιουργικόν Procl.Inst.157, cf. Dam.in Prm.310, εἶδος Dion.Ar.DN 2.10, αἰτίαι Olymp.in Mete.275.35, δύναμις Zach.Mit.Opif.M.85.1101C, c. gen. obj. ὑγρότης εἰ. τοῦ ἀέρος Alex.Aphr.Quaest.14.24, cf. 15.2, λόγος ὁ ... τοῦ πάντος εἰ. ref. a Cristo, Eus.LC 11 (p.227), ἀριθμὸς ... δικαιοσύνης εἰ. Theol.Ar.28, cf. 10, μονὰς ... εἰ. αὐτῶν (περισσῶν ἀριθμῶν) Iambl.in Nic.13, cf. 15, 73, τῶν ἀνειδέων Dion.Ar.DN 4.18, cf. 35, εἰ. τῶν παθῶν dicho del diablo, Cyr.Al.M.77.1269D, αἱ εἰδοποιοὶ αὐτῶν (στοιχείων) ποιότητες Olymp.in Mete.275.32, cf. 297.29.
2 que constituye una especie, específico διαφορά Arist.Top.143b7, EN 1174b5, Plot.6.3.18, Dam.Pr.308, Simp.in Cat.221.12, εἰ.· ἀναμορφωτής Hsch.

German (Pape)

[Seite 724] eine Species machend, specifisch, Arist. Nic. 10, 4, 2; διαφοραί, top. 6, 6.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui constitue une espèce spécifique.
Étymologie: εἶδος, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

εἰδοποιός: лог. видообразующий, специфический (διαφορά Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰδοποιός: -όν, ἀποτελῶν εἶδος, χαρακτηριστικός, διαφοραὶ Ἀριστ. Τοπ. 6. 6, 2, Ἠθ. Ν. 10. 4, 3.

Greek Monolingual

-ό (Α εἰδοποιός, -όν)
1. αυτός που δημιουργεί νέο είδος ή μορφή
2. φρ. «ειδοποιός διαφορά» — το γνώρισμα που χρησιμεύει ως βάση για τη μόρφωση της έννοιας του είδους και το οποίο δεν απαντά σε άλλο είδος του ίδιου γένους
αρχ.
αυτός που χαρακτηρίζει το είδος.

Greek Monotonic

εἰδοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που σχηματίζει ένα είδος, χαρακτηριστικός, ειδικός, ιδιάζων, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

εἰδο-ποιός, όν ποιέω
forming a species, specific, Arist.