λυσιφλεβής
From LSJ
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
English (LSJ)
ές, opening the veins, AP6.94 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ouvre les veines.
Étymologie: λύω, φλέψ.
German (Pape)
[ῡ], ές, die Adern lösend, σάγαρις, Philp. 6 (VI.94), wo es »die Samenader abschneidend« bedeutet.
Russian (Dvoretsky)
λῡσῐφλεβής: вскрывающий жилы (σάγαρις Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λῡσιφλεβής: -ές, ὁ λύων, τέμνων τὰς φλέβας, δηλ. τὴν σπερματώδη φλέβα, τὸ γεννητικὸν μόριον, Ἀνθ. Π. 6. 94.
Greek Monolingual
λυσιφλεβής, -ές (Α)
αυτός που επιφέρει λύση της συνέχειας τών φλεβών, αυτός που ανοίγει τις φλέβες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -φλεβής (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. ευ-φλεβής].
Greek Monotonic
λῡσιφλεβής: -ές (φλέψ), αυτός που ανοίγει τις φλέβες, σε Ανθ.