νεήφατος
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
ον, poet. for νεόφατος, newly revealed, ὄσσα h.Merc.443.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se fait entendre pour la première fois.
Étymologie: νέος, φημί.
German (Pape)
poet. statt νεόφατος, neu gesprochen, neu ertönend, von einem nie zuvor gehörten Klange, H.h. Merc. 443, Gegensatz παλαίφατος.
Russian (Dvoretsky)
νεήφᾰτος: впервые услышанный, совершенно новый (ὄσσα HH).
Greek (Liddell-Scott)
νεήφᾰτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ νεόφατος, νεωστὶ ἐκφωνηθείς, νεοφώνητος, νεωστὶ λεχθείς, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 443, ἀντίθετον τῷ παλαίφατος.
Greek Monolingual
νεήφατος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που λέχθηκε ή που ακούστηκε για πρώτη φορά, ο λεγόμενος για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -φατος (< φημί), πρβλ. θεό-φατος, παλαί-φατος. Το -η- του τ. (αντί νεόφατος) οφείλεται σε μετρικούς λόγους για την αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].
Greek Monotonic
νεήφᾰτος: -ον, ποιητ. λέξη αντί νεόφατος, αυτός που εκφωνήθηκε πρόσφατα, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
νεή-φᾰτος, ον
new-sounding, Hhymn.