πανυπέρτατος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
η, ον, A highest of all, μεγέθει π. Arist.Mu.397a15; π. ἐρρίζωνται, of trees, are rooted highest on the mountain, A.R.1.1122: hence, most remote or farthest from land, π. εἰν ἁλὶ κεῖται, of Ithaca, Od.9.25. 2 supreme, Call.Jov.91, Orph. H.19.2,al.
German (Pape)
[Seite 465] der ganz oberste; Od. 9, 25 u. sp. D., bes. Orph. oft; οὐρανός Arist. mund. 5.
French (Bailly abrégé)
η ou ος, ον :
le plus haut de tous.
Étymologie: πᾶν, ὑπέρτατος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανυπέρτατος -η -ον [πᾶς, ὑπέρτατος] allerhoogst, uiterst.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνῠπέρτᾰτος:
1 самый дальний, крайний: π. πρὸς ζόφον Hom. лежащий на крайнем западе, самый западный;
2 самый верхний, высочайший (οὐρανός Arst.): π. μεγέθει Arst. неизмеримый.
English (Autenrieth)
quite the highest, i. e. above or farther off than the rest, Od. 9.25†.
Greek Monolingual
-άτη, -ον, Α
1. ο ανώτατος όλων («μεγέθει πανυπέρτατος», Αριστοτ.)
2. αυτός που βρίσκεται στο έσχατο σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὑπέρτατος.
Greek Monotonic
πανῠπέρτατος: -η, -ον, αυτός που είναι πιο ψηλά από όλους, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
πανῠπέρτατος: -η, -ον, ὑπὲρ πάντας ὑπέρτατος, Ὀδ. Ι. 25, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 9, Ὀρφ. 2) βαθύτατος πάντων, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1122.
Middle Liddell
παν-ῠπέρτατος, η, ον
highest of all, Od.