οἰνοπληθής
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ές, abounding in wine, Συρίη Od.15.406.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
abondant en vin.
Étymologie: οἶνος, πλῆθος.
German (Pape)
ές, voll Weines, weinreich; Συρίη Od. 15.406; sp.D.
Russian (Dvoretsky)
οἰνοπληθής: изобилующий вином (Συρίη Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοπληθής: -ές, πλήρης οἴνου, ὁ ἔχων ἄφθονον οἶνον, Συρίη Ὀδ. Ο. 406.
English (Autenrieth)
abounding in wine, Od. 15.406†.
Greek Monolingual
οἰνοπληθής, -ές (ΑΜ)
(για τόπο) αυτός που έχει ή παράγει άφθονο κρασί, πλούσιος σε κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. αστερο-πληθής].
Greek Monotonic
οἰνοπληθής: -ές (πλήθω), άφθονος σε κρασί, σε Ομήρ. Οδ.