πύρρα

From LSJ
Revision as of 14:45, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύρρᾱ Medium diacritics: πύρρα Low diacritics: πύρρα Capitals: ΠΥΡΡΑ
Transliteration A: pýrra Transliteration B: pyrra Transliteration C: pyrra Beta Code: pu/rra

English (LSJ)

ἡ, (πυρρός) a red-coloured bird, Ael.NA4.5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sorte d'oiseau rouge.
Étymologie: πυρρός.

Greek (Liddell-Scott)

πύρρᾱ: ἡ, (πυρρὸς) πτηνόν τι ἐρυθρὸν τὸ χρῶμα, Αἰλ. περὶ Ζῴων 4. 5. ΙΙ. μυθολογικὸν ὄνομα τῆς Θεσσαλίας, ἡ ἐρυθρὰ γῆ, ὅθενμῦθος τῆς Πύρρας καὶ τοῦ Δευκαλίωνος, M. Müller Sc. of Lang. I. σ. 12.

Greek Monolingual

ἡ, ΝΑ πυρρός
ως κύριο όν. Πύρρα
κόρη του Επιμηθέως και της Πανδώρας και σύζυγος του Δευκαλίωνος
αρχ.
1. ως κύριο όν. μυθική ονομασία της Θεσσαλίας προερχόμενη από τον μύθο της Πύρρας και του Δευκαλίωνος
2. (ως προσηγορ.) είδος πτηνού με κόκκινο χρώμα.

German (Pape)

ἡ, ein rötlicher Vogel, Ael. H.A. 4.5, Opp. Ix. 3.13, auch πυρρίας genannt.