Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συλλογιμαῖος

From LSJ
Revision as of 14:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλογῐμαῖος Medium diacritics: συλλογιμαῖος Low diacritics: συλλογιμαίος Capitals: ΣΥΛΛΟΓΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: syllogimaîos Transliteration B: syllogimaios Transliteration C: syllogimaios Beta Code: sullogimai=os

English (LSJ)

α, ον, collected from divers places, ὕδατα (opp. πηγαῖα) Arist.Mete.353b23; ἄνθρωποι Luc.Tox.19; σ. φορυτός, of a man, Com.Adesp.906.

German (Pape)

[Seite 976] was zusammengebracht, zusammengelesen, gesammelt zu werden pflegt, was zusammenläuft, zusammen zu fließen pflegt; ὕδατα, Arist. meteor. 2, 1; φορυτός, B. A. 63; ἄνθρωποι, Luc. Tox. 19.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
rassemblé de toutes parts.
Étymologie: συλλογή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλλογιμαῖος -α -ον [σύλλογος] verzameld, bijeengebracht.

Russian (Dvoretsky)

συλλογῐμαῖος:
1 стекающийся (ὕδατα Arst.);
2 собравшийся отовсюду (ἄνθρωποι Luc.).

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
αυτός που συλλέγεται από διάφορα σημεία (α. «συλλογιμαίους τινάς ἀνθρώπων», Λουκιαν.
β. «συλλογιμαῖα ὕδατα», Αριστοτ.).
επίρρ...
συλλογιμαίως Μ
με συλλογή από διάφορα μέρη («ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῖς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν χρήματα», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλογή + κατάλ. -(ι)μαῖος (πρβλ. ἐπιστολ-ιμαῖος, ὑποβολ-ιμαῖος)].

Greek Monotonic

συλλογῐμαῖος: -α, -ον, μαζεμένος, συνηγμένος από διαφόρους τόπους, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συλλογῐμαῖος: -α, -ον, διατεθειμένος εἰς ἕνωσιν, συνειλεγμένος ἐκ διαφόρων τόπων, ὕδατα (ἀντίθετον τῷ πηγαῖα) Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6· ἄνθρωποι Λουκ. Τόξ. 19. Ἐπιρρ. συλλογιμαίως, «ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῖς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν χρήματα» Νικήτ. Χρόν. σ. 150Β.

Middle Liddell

συλλογῐμαῖος, η, ον
collected from divers places, Luc.