στυφελιγμός

From LSJ
Revision as of 14:53, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῠφελιγμός Medium diacritics: στυφελιγμός Low diacritics: στυφελιγμός Capitals: ΣΤΥΦΕΛΙΓΜΟΣ
Transliteration A: stypheligmós Transliteration B: stypheligmos Transliteration C: styfeligmos Beta Code: stufeligmo/s

English (LSJ)

ὁ, ill-usage, abuse, Ar.Eq.537 (pl.).

German (Pape)

[Seite 959] ὁ, = στυφελισμός, Ar. Equ. 535 ὀργὰς ὑμῶν ἠνέσχετο καὶ στυφελιγμούς, Schol. λοιδορίαι, ὕβρεις.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
mauvais traitement.
Étymologie: στυφελίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυφελιγμός -οῦ, ὁ [στυφελίζω] mishandeling.

Russian (Dvoretsky)

στῠφελιγμός:жестокое обращение, побои Arph.

Greek Monolingual

και στυφελισμός, ὁ, Α στυφελίζω
υβριστική και προσβλητική διαγωγή, ταπεινωτική συμπεριφορά, κακομεταχείριση.

Greek Monotonic

στῠφελιγμός: ὁ, κακή χρήση, κατάχρηση, κακοποίηση, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

στῡφελιγμός: ὁ, κακὴ χρῆσις, κατάχρησις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 537 (κατὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφον· κοινῶς -ισμός).

Middle Liddell

στῠφελιγμός, οῦ, ὁ,
ill-usage, abuse, Ar. [from στῠφελός]