ξυλώδης

From LSJ
Revision as of 18:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλώδης Medium diacritics: ξυλώδης Low diacritics: ξυλώδης Capitals: ΞΥΛΩΔΗΣ
Transliteration A: xylṓdēs Transliteration B: xylōdēs Transliteration C: ksylodis Beta Code: culw/dhs

English (LSJ)

ες, A woody, hard as wood, Hp.Vict.2.65, Arist.Mete.387a32, Thphr.HP 6.2.2 (Sup.),7.9.3, Plu.2.953d; of the nature of wood, Corn.ND 19. II of the colour of wood, brown, Thphr.HP7.3.2.

German (Pape)

[Seite 282] ες, = ξυλοειδής, auch = holzreich, Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
de la nature du bois, ligneux.
Étymologie: ξύλον, -ώδης.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλώδης:
1 похожий на древесину, деревянистый (σώματα Arst.; ὁ πυρός Plut.);
2 жесткий (αἱ χλαμύδες Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ξύλον, σκληρὸς ὡς ξύλον, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 26, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9, 3.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ ξυλώδης, -ῶδες) ξύλον
αυτός που μοιάζει με ξύλο, ξυλοειδής, σκληρός και τραχύς σαν ξύλο («ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεις αἱ χλαμύδες», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. γεμάτος ξύλα, πλούσιος σε ξύλα
2.φρ. «ξυλώδες φυτό» — το φυτό που έχει δευτερογενή πεπαχυμένο αποξυλωμένο βλαστό
μσν.
φρ. μτφ. «τὸ ξυλῶδες τοῦ λόγου» — η ακαμψία, η σκληρότητα του λόγου
αρχ.
1. αυτός που έχει τη φύση του ξύλου
2. αυτός που έχει το χρώμα του ξύλου, φαιός ή καστανός («καὶ τοῖς χρώμασιν ὁμοίως τὰ μὲν μέλανα, τὰ δὲ λευκότερα, τὰ δὲ ξυλώδη», Θεόφρ.).