μονώτης

From LSJ
Revision as of 18:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονώτης Medium diacritics: μονώτης Low diacritics: μονώτης Capitals: ΜΟΝΩΤΗΣ
Transliteration A: monṓtēs Transliteration B: monōtēs Transliteration C: monotis Beta Code: monw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, solitary, Arist.EN1099b4, 1170a5, Fr.668; βίος μ. a solitary life, Id.EN1097b9, Max.Tyr.21.7: fem. μον-ῶτις, φωνή Arist.HA625b9.

German (Pape)

[Seite 206] ὁ, der ganz allein steht, vereinsamt; Arist. Eth. 1, 7, 6, vgl. 8, 16; Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui vit seul, solitaire.
Étymologie: μονόω.

Russian (Dvoretsky)

μονώτης: ου adj. m стоящий особняком, обособленный или одинокий (βίος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μονώτης: -ου, μεμονωμένος, μονήρης, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 8, 16., 9. 9, 3· βίος μ., μονήρης βίος, αὐτόθι 1. 7, 6· - θηλ., μονῶτις φωνὴ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 30.

Greek Monolingual

μονώτης, ό, θηλ. -μονῶτις, -ιδος (Α) μονώ
μονήρης, απομονωμένος, μοναχικός.

Greek Monotonic

μονώτης: -ου, ὁ (μονόω), μεμονωμένος, σε Αριστ.

Middle Liddell

μονώτης, ου, ὁ, μονόω
solitary, Arist.