σταδιοδρομέω

From LSJ
Revision as of 18:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰδιοδρομέω Medium diacritics: σταδιοδρομέω Low diacritics: σταδιοδρομέω Capitals: ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΕΩ
Transliteration A: stadiodroméō Transliteration B: stadiodromeō Transliteration C: stadiodromeo Beta Code: stadiodrome/w

English (LSJ)

run in the stadium, race, Pl.Thg.129a, D.59.121 (στάδια δραμοῦμαι should be read for σταδιοδρομοῦμαι (-α⟩οδρ- cod. L) in E.HF863).

German (Pape)

[Seite 926] im Stadion laufen, um die Wette laufen; Plat. Theag. 129 a; Dem. 59, 121; Plut. – Dazu hat Eur. Herc. Fur. 863 (wie von σταδιοτρέχω gebildet) das fut. σταδιοδραμοῦμαι, wo Herm. στάδια δραμοῦμαι lesen wollte; vgl. Lob. zu Phryn. 618.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
courir dans le stade, disputer le prix de la course.
Étymologie: σταδιοδρόμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταδιοδρομέω [σταδιοδρόμος] stadionrenner zijn.

Russian (Dvoretsky)

στᾰδιοδρομέω: состязаться в беге Plat., Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰδιοδρομέω: τρέχω ἐν τῷ σταδίῳ, ἀγωνίζομαι εἰς τὸν δρόμον, Πλάτ. Θεάγ. 129 Α, Δημ. 1386. 10˙ - ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 863, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν ἀνώμαλον τύπον σταδιοδραμοῦμαι, ἂν καὶ ὁ ὀρθὸς τύπος σταδιοδρομήσω ἐξ ἴσου θὰ ἥρμοζεν εἰς τὸ μέτρον, ὁ Ἕρμανν. Προτείνει στάδια δραμοῦμαι˙ ἀλλ’ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 618.

Greek Monotonic

στᾰδιοδρομέω: μέλ. -ήσω, τρέχω στο στάδιο, λαμβάνω μέρος σε αγώνα δρόμου, σε Δημ.

Middle Liddell

στᾰδιοδρομέω, fut. -ήσω
to run in the stadium, Dem. [from στᾰδιοδρόμος]

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=ἀγωνίζομαι στό δρόμο). Παρασύνθετο ἀπό τό σταδιοδρόμοςστάδιον (τοῦ ἵστημι) + δραμεῖν (τοῦ τρέχω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήματα ἵστημι καί τρέχω.