στιχογράφος
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, verse-writer, App.Anth.5.12.
German (Pape)
[Seite 944] Verse schreibend, der Dichter, Ep. ad. 533 (App. 212).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui écrit des vers, poète.
Étymologie: στίχος, γράφω.
Russian (Dvoretsky)
στῐχογράφος: (ᾰ) ὁ стихотворец Anth.
Greek (Liddell-Scott)
στῐχογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων στίχους, στιχουργός, Ἀνθ. Π. παράρτ. 321.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
αυτός που γράφει στίχους, στιχουργός
νεοελλ.
(με ειρωνική και υποτιμητική σημ.) ασήμαντος ποιητής, στιχοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + -γράφος].