σηκίς

From LSJ
Revision as of 18:39, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηκίς Medium diacritics: σηκίς Low diacritics: σηκίς Capitals: ΣΗΚΙΣ
Transliteration A: sēkís Transliteration B: sēkis Transliteration C: sikis Beta Code: shki/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (σηκός) female house-slave, housekeeper, Ar.V.768, Pherecr.10 (where however it seems to be a pr. n.), cf. Poll.3.76, Phot.

German (Pape)

[Seite 873] ίδος, ἡ, Sklavinn zum häuslichen Dienste, Ausgeberinn, Schließerinn; Ar. Vesp. 768, wo der Schol. erkl. ἡ κατ' οἶκον θεράπαινα; vgl. Pherecr. bei Ath. VI, 263 b.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
servante pour l'intérieur de la maison, bonne.
Étymologie: σηκός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σηκίς -ίδος, ἡ [σηκός] huisslavin.

Russian (Dvoretsky)

σηκίς: ίδος ἡ служанка, ключница Arph.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
υπηρέτρια οικίας που είναι επιφορτισμένη με διάφορα καθήκοντα, οικονόμος («τὴν θύραν ἀνέωξεν ἡ σηκὶς λάθρα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «κοιτώνας» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. θεραπαιν-ίς) είτε επειδή ανατράφηκε στο σπίτι είτε επειδή φυλάγει το σπίτι].

Greek Monotonic

σηκίς: -ίδος, ἡ (σηκός), οικονόμος του σπιτιού, θυρωρός, υπηρέτρια, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σηκίς: -ίδος, ἡ, (σηκὸς) δούλη τῆς οἰκίας, οἰκοφύλαξ, οἰκονόμος, κλειδοῦχος, θυρωρός, Ἀριστοφ. Σφ. 768, Φερεκράτ. ἐν «Ἀγρίοις» 1· πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 76, Φώτ., Ἡσύχ.

Middle Liddell

σηκίς, ίδος, ἡ, σηκός
a housekeeper, porteress, Ar.