ἅψος
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
εος, τό, (ἅπτω) juncture, joint, λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα all his joints were relaxed [by sleep], Od.4.794, cf. Nic.Al.541; ἅψεα δεσμοῦ Opp.H.3.538: in plural, limbs, AP5.217 (Agath.), al.
Spanish (DGE)
-εος, τό
• Alolema(s): lat. absus Cels.4.13.3, 7.26.5; hapsus Caper 110.6, Cassiod.Ort.201.4
I plu.
1 articulaciones εὗδε ἀνακλινθεῖσα, λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα Od.4.794, 18.189, κακὸς τρόμος ἅψεα λύει Nic.Al.541, τῆς δ' ἅψεα πάντα λῦσε μόρος Q.S.1.252
•nudo ἅψεα δεσμοῦ Opp.H.3.538.
2 miembros τρέμε δ' ἅψεα ... ἀδρανίῃ γήραι τε A.R.2.199, ἤ νύ σε θευμορίη περιδέδρομεν ἅψεα νοῦσος A.R.3.676, ἅψεα δὲ τροχόεντες ἐπιστίζουσι μὲν ἀλφοί Nic.Th.332, ὅθ' ἅψεα σίνατο παιδός Nic.Th.485, τὰ δ' ἡμίβρωτα κέχυνται ἅψεα Opp.H.2.294, μάστιξεν ῥαδινῆς ἅψεα θηλυτέρης AP 5.218 (Agath.), ἅψεα γηράσκει φροντίδι γυιοβόρῳ AP 5.26.4 (Paul.Sil.)
•brazos ὑγρὰ περιπλέγδην ἅψεα δησαμένους AP (Paul.Sil.).
II vellón Caper l.c., Cassiod.l.c.
•vedija Cels.l.c.
German (Pape)
[Seite 421] (ἅπτω), τό, die Verbindung, δεσμοῦ Opp. H. 3, 538; bes. der Glieder, der Gelenke, ἅψεα πάντα λύθεν, alle Glieder wurden vom Schlafe gelös't, Od. 4, 794. 18, 189. So Ap. Rh. 2, 199 ὀλίγος περὶ ἅψεα θυμός. Bei Orph. Arg. 739 scheint es verdorbene Lesart.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
attache d'un membre, articulation.
Étymologie: ἅπτω¹.
Russian (Dvoretsky)
ἅψος: εος τό связь, сочленение, pl. суставы, члены Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἅψος: -εος, τό, (ἅπτω) ἡ συναφὴ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, ἄρθρωσις, ἅψεα πάντα λύθεν, πᾶσαι αἱ ἀρθρώσεις τῶν μελῶν αὐτῆς [διὰ τοῦ ὕπνου] ἐχαλαρώθησαν, Ὀδ. Δ. 794, Θ. 189· ἅψεα δεσμοῦ Ὀππ. Ἁλ. 3. 538.
English (Autenrieth)
εος (ἅπτω): joint, limb; λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα, her ‘members’ were relaxed in sleep, Od. 4.794 and Od. 18.189.
Greek Monolingual
-ή, -ό
βλ. αψύς.
Greek Monotonic
ἅψος: -εος, τό (ἅπτω), αρμός, σε Ομήρ. Οδ.