στυπτηρία

From LSJ
Revision as of 11:10, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στυπτηρία Medium diacritics: στυπτηρία Low diacritics: στυπτηρία Capitals: ΣΤΥΠΤΗΡΙΑ
Transliteration A: styptēría Transliteration B: styptēria Transliteration C: styptiria Beta Code: stupthri/a

English (LSJ)

Ion. -ιη (sc. γῆ), ἡ, name of any of a group of A astringent substances containing (a) alum or (b) ferrous sulphate (χαλκῖτις (q.v.)), Hdt.2.180, freq. in Hp. (e.g. Ulc.14), Arist.HA547a20, Mir. 842b22, PCair.Zen.326bis 26 (iii B.C.), Ti.Locr.99d, Sor.1.50, Aret.CA 1.9, POxy.1429.4 (iii/iv A.D.), PHolm.1.4,7, al. II in Egypt, the alum monopoly, POxy.2116 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 959] ἡ, ion. στυπτηρίη, sc. γῆ, ein zusammenziehendes Salz, Alaun od. Vitriol; Her. 2, 180, Tim. Locr. 99 d; Arist. mirab. ausc. 139; D. Sic. 5, 10, auch χαλκῖτις.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
s.e. γῆ;
alun.
Étymologie: στυπτήριος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυπτηρία -ας, ἡ [στύφω] aluin (een zout met samentrekkende of adstringerende werking).

Russian (Dvoretsky)

στυπτηρία: ион. στυπτηρίη ἡ предполож. квасцы Her., Plat., Arst., Diod.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και στρυπτηρία και ιων. τ. στυπτηρίη Α
νεοελλ.
χημ. ένυδρο διπλό θειικό άλας του καλίου και του αργιλίου, κν. στύψη
αρχ.
(ενν. γη)
1. ονομασία ομάδας στυπτικών ουσιών που περιείχαν, κυρίως, χαλκίτιδα
2. (στην Αίγυπτο) το μονοπώλιο τών παραπάνω στυπτικών ουσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύφω + κατάλ.-τηρία (< -τήρ), πρβλ. βακ-τηρία, σω-τηρία (βλ. και λ. στύφω)].

Greek Monotonic

στυπτηρία: Ιων. -ίη (στύφω), , στυπτικό χώμα που γίνεται από χαλκίτιδα ή θειϊκό οξύ, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

στυπτηρία: Ἰων. -ίη (ἐξυπακ. γῆ), ἡ, στυπτικόν τι χῶμα γινόμενον ἐκ χαλκίτιδος (ὃ ἴδε), καὶ περιέχον ὡς φαίνεται ἀλουμίνιον καὶ βιτριόλιον, κοινῶς «στύψη», Ἡρόδ. 2. 180, Τίμ. Λοκρ. 99D, καὶ συχν. παρ’ Ἱππ. (π. χ. 877), Ἀριστ., κλπ.· ἴδε Foës. Oecon., Beckm εἰς Ἀριστ. π. Θαυμασ. 139.

Frisk Etymological English

See also: s. στύφω

Middle Liddell

στύφω
an astringent earth, alum or vitriol, Hdt.