ἱερόχθων

From LSJ
Revision as of 11:40, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόχθων Medium diacritics: ἱερόχθων Low diacritics: ιερόχθων Capitals: ΙΕΡΟΧΘΩΝ
Transliteration A: hieróchthōn Transliteration B: hierochthōn Transliteration C: ierochthon Beta Code: i(ero/xqwn

English (LSJ)

poet. ἱρόχθων, ὁ, ἡ, gen. ονος, of hallowed soil, of sacred earth, βῶλος IG14.1389ii27.

German (Pape)

[Seite 1243] ονος, βῶλος, eine Scholle von heiliger Erde, Herod. Attic. in der Anth. (App. 50, 27).

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui appartient à une terre sacrée.
Étymologie: ἱερός, χθών.

Russian (Dvoretsky)

ἱερόχθων: ονος adj. принадлежащий к священной земле, т. е. священный (βῶλος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόχθων: ποιητ. ἱρ-, ὁ, ἡ, ὁ ἐξ ἱερᾶς γῆς, οὐ θέμις ἀμφὶ νέκυσσι βαλεῖν ἱερόχθονα βῶλον Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 27.

Greek Monolingual

ἱερόχθων και ποιητ. τ. ἱρόχθων, ὁ, ἡ (Α)
επιγρ. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από ιερή γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -χθων (< χθων, χθονός), πρβλ. αυτόχθων, ιππόχθων].

Greek Monotonic

ἱερόχθων: ποιητ. ἱρ-, ὁ, ἡ, αυτός που προέρχεται από την ιερή γη, έδαφος, σε Ανθ.

Middle Liddell

of hallowed soil, Anth.