διαφίημι

From LSJ
Revision as of 11:49, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφίημι Medium diacritics: διαφίημι Low diacritics: διαφίημι Capitals: ΔΙΑΦΙΗΜΙ
Transliteration A: diaphíēmi Transliteration B: diaphiēmi Transliteration C: diafiimi Beta Code: diafi/hmi

English (LSJ)

aor. διαφῆκα X. and Plb. (v. infr.): inf. διαφεῖναι D.23.171: fut. διαφήσουσι is f.l. in Th.7.32: dismiss, disband, τὸ στράτευμα ἐκ τῆς χώρας X.HG3.2.24; τὴν δύναμιν D.l.c.; an assembly, Plb.3.63.14,al.

Spanish (DGE)

I c. colect.
1 disolver, despedir τὴν ἐκκλησίαν Plb.11.32.1, αὐτούς Plb.3.63.14, cf. 109.13, τὴν δύναμιν D.23.171, τοὺς μὲν Μακεδόνας ἐπ' οἴκου Plb.2.54.14, τοὺς συμμάχους Plu.Agis 15, τὴν στρατιάν Lib.Or.18.66.
2 dispersar (τὰ ὑποζύγια) πρὸς τὰς νομάς Plb.3.55.7, τὴν μὲν ἄλλην στρατιάν I.BI 7.17, ἄλλον ἄλλοσε Ael.VH 14.30, en v. pas. πρὸς ἃς ἕκαστοι τέχνας ἴσασιν I.BI 2.129.
II dejar ir τοὺς σκύλακας Plu.2.3b, ἄδετον ... κατὰ τὴν εἱρκτήν Aristaenet.1.20.4, αὐτὸν ἐκ τοῦ σπηλαίου Synes.Ep.121, en v. pas. τῇ τῶν ἐναντίων πυργοποιίᾳ διαφεθέντων (proyectiles) disparados contra la fortificación de los enemigos Const.Diac.Laud.M.88.508D
fig. dejar, abandonar τὸ πᾶν ἀκυβέρνητον Gr.Nyss.Ep.4.5.

German (Pape)

[Seite 611] (s. ἵημι), entlassen u. auseinander gehen lassen; τὸ στράτευμα Xen. Hell. 4, 4, 13; ἐπ' οἴκου Pol. 2, 54, u. öfter.

French (Bailly abrégé)

f. διαφήσω, ao. διαφῆκα, etc.
laisser aller, congédier.
Étymologie: διά, ἀφίημι.

Russian (Dvoretsky)

διαφίημι: (fut. διαφήσω, aor. διαφῆκα) распускать, отпускать (τὸ στράτευμα Xen.; τὴν δύναμιν Dem.; πάντας εἰς τὴν χειμασίαν Polyb.; τοὺς συμμάχους Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διαφίημι: ἀπολύω, διαλύω, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 24, Δημ. 677. 18.

Greek Monolingual

διαφίημι (Α)
1. διαλύω, απολύω, αποπέμπω
2. επιτρέπω την αποχώρηση.

Greek Monotonic

διαφίημι: μέλ. -αφήσω, απομακρύνω, απολύω, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. -αφήσω
to dismiss, disband, Xen.