ἐξαναφανδόν
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
English (LSJ)
Adv. openly, ἐρέω δέ τοι ἐ. Od.20.48.
Spanish (DGE)
adv. abiertamente, a las claras ἐρέω δέ τοι ἐ. Od.20.48.
German (Pape)
[Seite 868] ganz offenbar, Od. 20, 48.
French (Bailly abrégé)
adv.
au grand jour, ouvertement.
Étymologie: ἐξαναφαίνω, -δον.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαναφανδόν: ἐξαναφαίνω adv. совершенно открыто, ясно, напрямик (ἐρέω δέ τοι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναφανδόν: ἐπίρρ. = ἀναφανδόν, «ὁλοφάνερα», ἐρέω δέ τοι ἐξαναφανδὸν Ὀδ. Υ. 48.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἐξαναφανδόν (Α) εξαναφαίνω
επίρρ. ολοφάνερα, εντελώς φανερά («ἐρέω δέ τοι ἐξαναφανδόν», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐξαναφανδόν: επίρρ., ολοφάνερα, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
adverb
all openly, Od.