ἐνολισθαίνω

From LSJ
Revision as of 12:05, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνολισθαίνω Medium diacritics: ἐνολισθαίνω Low diacritics: ενολισθαίνω Capitals: ΕΝΟΛΙΣΘΑΙΝΩ
Transliteration A: enolisthaínō Transliteration B: enolisthainō Transliteration C: enolisthaino Beta Code: e)nolisqai/nw

English (LSJ)

later form of ἐνολισθάνω.

Spanish (DGE)

1 venirse abajo, caer al suelo una bandada de pájaros, Plu.Pomp.25
gener. c. dat. concr. derrumbarse, caerse ref. a borrachos κεφαλὴ ... μένειν δὲ ὀρθὴ ἐπὶ τῶν ὤμων μὴ δυναμένη ... τοῖς σπονδύλοις ἐνολισθαίνουσα Basil.M.31.453A, τυφλὸς ... τοίχοις προσκρούων καὶ βόθροις ἐνολισθαίνων Chrys.M.63.724B
de la tierra hundirse por causa de movimientos sísmicos χώρα ... χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῖς Plu.Cim.16
fig. c. dat. abstr. δειναῖς τε καὶ ἀνηκέστοις ἐνολισθήσαντες συμφοραῖς abrumados por tremendas e insufribles calamidades Cyr.Al.M.71.200B.
2 deslizarse, discurrir ἐν ὑγρῷ τε καὶ ἐπιπολαίῳ τῷ πηλῷ τοῦ τρόχου δι' εὐκολίας ἐνολισθαίνοντος Gr.Nyss.Ep.6.4, fig. ἡ τῷ γλίσχρῳ τῆς ἁμαρτίας ἐνολισθήσασα Gr.Nyss.Hom.in Cant.149.2.

German (Pape)

[Seite 849] (s. ὀλισθαίνω), hineingleiten, einsinken, Plut. Pomp. 25 Cim. 16.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ἐνώλισθον;
glisser dans, tomber dans.
Étymologie: ἐν, ὀλισθαίνω.

Greek Monolingual

ἐνολισθαίνω (AM) (Α και ἐνολισθάνω) ολισθαίνω
(για έδαφος) ολισθαίνω, υφίσταμαι κατολίσθηση, γλιστρώ, βυθίζομαι («ἡ χώρα τῶν Λακεδαιμονίων χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῖς» — υπέστη κατολίσθηση εξαιτίας πολλών χασμάτων, ρηγμάτων, Πλούτ.)
αρχ.
πέφτω γιατί δεν έχω στήριγμα.

Russian (Dvoretsky)

ἐνολισθαίνω: (aor. 2 ἐνώλισθον) соскальзывать, оползать, проваливаться (ἡ χώρα χάσμασιν ἐνώλισθε Plut.).