αἰχμοφόρος

From LSJ
Revision as of 10:23, 26 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰχμοφόρος Medium diacritics: αἰχμοφόρος Low diacritics: αιχμοφόρος Capitals: ΑΙΧΜΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: aichmophóros Transliteration B: aichmophoros Transliteration C: aichmoforos Beta Code: ai)xmofo/ros

English (LSJ)

ον, A spearman, Hdt.1.103,215. 2 esp., like δορυφόρος, of bodyguards, Id.1.8, 7.40, B.10.89.

Spanish (DGE)

-ον
1 guerrero portador de lanza, lancero Hdt.1.103, 215, D.H.2.13, Them.Or.5.66b.
2 guardia personal, de corps B.11.89, Hdt.1.8, ἐδορυφόρουν αὐτὸν αἰχμοφόροι καὶ μηλοφόροι Them.Or.19.226a
pretoriano Hdn.1.10.6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
porteur d'une lance ; particul. garde, satellite armé d'une lance.
Étymologie: αἰχμή, φέρω.

German (Pape)

ὁ, Lanzenträger, bes. von Leibwachen, Her. 1.8, 7.40; ἱππεῖς 1.215; Dion.Hal. 2.13.

Russian (Dvoretsky)

αἰχμοφόρος:копьеносец, копейщик Her.

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμοφόρος: -ον, ὁ φέρων δόρυ, Ἡρόδ. 1. 103, 215. 2) ἰδίως ὡς τὸ δορυφόρος, ἐπὶ σωματοφυλάκων, ὁ αὐτ. 1. 8., 7.40.

Greek Monolingual

αἰχμοφόρος, -ον (Α)
1. πολεμιστής που φέρει δόρυ
2. σωματοφύλακας, δορυφόρος ειδικού στρατιωτικού σώματος τών ασιατικών λαών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμὴ + -φόρος < φέρω.

Greek Monotonic

αἰχμοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ακόντιο, ο δορυφόρος, σε Ηρόδ.· ιδίως όπως το δορυφόρος, λέγεται για σωματοφύλακες, στον ίδ.

Middle Liddell

φέρω
one who trails a pike, a spearman, Hdt.:—esp. like δορυφόρος, of body-guards, Hdt.