δικαιώνω

From LSJ
Revision as of 22:22, 22 March 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐ παύσεσθε, εἶπεν, ἡμῖν ὑπεζωσμένοις ξίφη νόμους ἀναγινώσκοντες; → What! will you never cease prating of laws to us that have swords by our sides? | Stop quoting the laws to us. We carry swords.

Source

Greek Monolingual

και δικιώνω (AM δικαιῶ, δικαιόω Μ και δικαιώνω) δίκαιος
1. αναγνωρίζω, θεωρώ κάτι ή κάποιον ως δίκαιο
2. δικαιολογώ, υπερασπίζω
3. απονέμω δικαιοσύνη, δικάζω
4. απαλλάσσω από κατηγορία
5. παθ. εκκλ. απολυτρώνομαι, απαλλάσσομαι από τις αμαρτίες
νεοελλ.
παθ.
1. δικαιώνομαι
εκ τών υστέρων αποδεικνύεται ότι ήταν σωστές οι προβλέψεις μου
2. δικαιούμαι
έχω νόμιμο δικαίωμα
αρχ.
1. νομίζω κατάλληλο, έχω αξίωση, απαιτώ κάτι ως δίκαιο
2. συναινώ, επιτρέπω
3. καταδικάζω
4. κολάζω, τιμωρώ
5. εκφέρω κρίση
6. μέσ. απονέμω δικαιοσύνη
7. παθ. βρίσκω το δίκιο μου.