πρόπλοος

From LSJ
Revision as of 12:05, 1 April 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόπλοος Medium diacritics: πρόπλοος Low diacritics: πρόπλοος Capitals: ΠΡΟΠΛΟΟΣ
Transliteration A: próploos Transliteration B: proploos Transliteration C: proploos Beta Code: pro/ploos

English (LSJ)

ον, contr. πρόπλους, ουν, A sailing before or in advance, τὰς πρόπλους ναῦς Th.6.44; τρεῖς νῆες αἱ πρόπλοι ib.46; αἱ πρόπλοι the leading ships, Isoc.4.92, App.BC5.85, etc.
πρόπλοος, contr. πρόπλους, ὁ, sailing before or forward, App.BC5.112 (s.v.l.).

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui navigue en avant : νῆες πρόπλοι, ou simpl. αἱ πρόπλοι navires d'exploration ou de course, vedettes.
Étymologie: προπλέω.

German (Pape)

[Seite 740] zsgzgn πρόπλους, vorherschiffend, vorausschiffend, voranschiffend; ναῦς, Thuc. 6, 44. 46; Xen. Hell. 5, 1, 24; τὰς πρόπλους ἐνίκησαν, Isocr. 4, 92.

Russian (Dvoretsky)

πρόπλοος:
I стяж. πρόπλους 2 плывущий впереди (νῆες Thuc.).
II стяж. πρόπλους ἡ (sc. ναῦς) плывущий впереди корабль, передовое судно Isocr.

Greek (Liddell-Scott)

πρόπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, ὁ προπλέων, τὰς πρόπλους ναῦς Θουκ. 6. 44· τρεῖς νῆες αἱ πρόπλοι αὐτόθι 46· καὶ αἱ πρόπλοι (ἄνευ τοῦ νῆες), τὰ προπλέοντα πλοῖα, Ἰσοκρ. 59D, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 85, κτλ.

Greek Monotonic

πρόπλοος: -ον, συνηρ. -πλους, -ουν, αυτός που πλέει από πριν ή εκ των προτέρων, αἱπρόπλοι νῆες, πλοία που προηγούνται, σε Θουκ.