νοικοκερά

From LSJ
Revision as of 05:47, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=νοικοκύρης, ο, θηλ. νοικοκυρά και νοικοκεράνοικοκύρης και νοικοκύρις)<br />...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

νοικοκύρης, ο, θηλ. νοικοκυρά και νοικοκεράνοικοκύρης και νοικοκύρις)
οικοδεσπότης («κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
1. ιδιοκτήτης μισθωμένου ακινήτου, σπιτονοικοκύρης
2. σύζυγος
3. κύριος, αφέντης κάποιου
4. αυτός που έχει οικονομική άνεση, ευκατάστατος («μαζεύτηκαν όλοι οι νοκοκυραίοι του χωριού»)
5. συνετός διαχειριστής τών υποθέσεων του οίκου, οικονόμος
6. (το αρσ.) καλός οικογενειάρχης
7. το θηλ. γυναίκα που φροντίζει πολύ για την τάξη και ευπρέπεια του σπιτιού της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. οἰκοκύρης < οἰκοκύριος (πρβλ. και κύρης - κύριος). Το -ν- του τ. οφείλεται στην στενή συνεκφορά της λ. οικοκύρης με την αιτ. του άρθρου: τον οικοκύρη > νοικοκύρη > νοικοκύρης].