λαβρόσυτος

From LSJ
Revision as of 06:25, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαβρόσῠτος Medium diacritics: λαβρόσυτος Low diacritics: λαβρόσυτος Capitals: ΛΑΒΡΟΣΥΤΟΣ
Transliteration A: labrósytos Transliteration B: labrosytos Transliteration C: lavrosytos Beta Code: labro/sutos

English (LSJ)

ον, (σεύω) rushing furiously, A.Pr.600 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 2] ἦλθον, schnell fortgerissen, in stürmischer Hast, Aesch. Prom. 603, früher λαβρόσσυτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'élance impétueusement.
Étymologie: λάβρος, σεύω.

Russian (Dvoretsky)

λαβρόσῠτος: бурно устремляющийся, стремительный Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

λαβρόσῠτος: -ον, (σεύω) μανιωδῶς ὁρμῶν, ὁρμητικώτατος, Αἰσχύλ. Πρ. 601 (Λυρ).

Greek Monolingual

λαβρόσυτος, -ον (Α)
αυτός που ορμά με μανία, με θυελλώδη ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -συτος (< σεύομαι «ορμώ, εκτοξεύω»), πρβλ. θεόσυτος].

Greek Monotonic

λαβρόσῠτος: -ον (σεύω), αυτός που ορμά με μανία, ορμητικώτατος, βίαιος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λαβρόσῠτος, ον σεύω
rushing furiously, Aesch.