χρυσοχαίτης

From LSJ
Revision as of 06:50, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοχαίτης Medium diacritics: χρυσοχαίτης Low diacritics: χρυσοχαίτης Capitals: ΧΡΥΣΟΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: chrysochaítēs Transliteration B: chrysochaitēs Transliteration C: chrysochaitis Beta Code: xrusoxai/ths

English (LSJ)

ου, poet. χρῡσο-χαῖτᾰ, ὁ, golden-haired, of Apollo, Pi.P.2.16; Dor. nom. χρῡσό-τᾱς, Limen.4; of Eros, Anacreont.41.12.

German (Pape)

[Seite 1383] ὁ, mit goldenem Haupthaare; Beiwort des Apollo, Pind. Ol. 14, 10; Ἔρως, Anacr. 41, 12.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à la chevelure d'or.
Étymologie: χρυσός, χαίτη.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοχαίτης: ου adj. m златогривый, златокудрый (Ἀπόλλων Pind.; Ἔρως Anacr.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοχαίτης: ποιητ. -χαῖτᾰ, ὁ, ὁ ἔχων χρυσῆν χαίτην δηλ. κόμην, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 2. 29· τοῦ Ἔρωτος, Ἀνακρεόντ. 41. 12· - θηλ. -χαιτις, ιδος, Θεοδ. Προδρ. Ἐπιστ. ἐν Notices et Extraits τ. 6, σ. 542.

Greek Monolingual

-ου, ὁ, θηλ. χρυσόχαιτις, -αίτιδος, ΜΑ, και ποιητ. τ. χρυσοχαῑτα και χρυσοχαίτας Α
αυτός που έχει χρυσά μαλλιά («Ἔρως ὁ χρυσοχαίτας», Ανακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. μελαγχαίτης].

Greek Monotonic

χρῡσοχαίτης: ποιητ. -χαῖτᾰ, ὁ, αυτός που έχει χρυσή χαίτη, κόμη, σε Πίνδ.

Middle Liddell

golden-haired, Pind.