πολύφορβος

From LSJ
Revision as of 11:18, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφορβος Medium diacritics: πολύφορβος Low diacritics: πολύφορβος Capitals: ΠΟΛΥΦΟΡΒΟΣ
Transliteration A: polýphorbos Transliteration B: polyphorbos Transliteration C: polyforvos Beta Code: polu/forbos

English (LSJ)

ον, also η, ον Il.9.568, Hes.Th.912: (φορβή):—feeding many, bountiful, γαῖα Il. 14.200,301; Δημήτηρ Hes.l.c.

German (Pape)

[Seite 676] nahrungsreich, viele nährend; γαῖα, Il. 14, 200. 301; auch πολυφόρβη, 9, 568; Hes. Th. 912; vgl. Buttm. Schol. Od. 11, 423.

French (Bailly abrégé)

ος ou poét. η, ον :
très nourrissant ou qui nourrit beaucoup d'êtres.
Étymologie: πολύς, φέρβω.

Russian (Dvoretsky)

πολύφορβος: и 3 питающий многих (γαῖα Hom., Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύφορβος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Ἰλ. Ι. 568, Ἡσ. Θ. 912· (φορβή)· ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολλὴν φορβὴν ἔχουσα, ἡ πολλοὺς τρέφουσα, γαῖα Ἰλ. Ξ. 200· ἐπὶ τῆς Δήμητρος πολυφόρβης Ἡσ. Θεογ. 912, κλπ.

English (Autenrieth)

(φορβή): much-nourishing, bountiful. (Il.)

Greek Monolingual

-ον, και πολύφορβος, -η, -ον, Α
1. (για τη γη ή για τη θεά Δήμητρα) αυτός που έχει πολλή τροφή
2. αυτός που δίνει τροφή σε πολλούς, πολυτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φορβος (< φορβή «τροφή»), πρβλ. μονόφορβος].

Greek Monotonic

πολύφορβος: -ον και -η, -ον (φορβή), αυτός που τρέφει πολλούς, άφθονος, γόνιμος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Middle Liddell

πολύφορβος, ον, φορβή
feeding many, bountiful, Il., Hes.