εὐφιλής

From LSJ
Revision as of 13:10, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφῐλής Medium diacritics: εὐφιλής Low diacritics: ευφιλής Capitals: ΕΥΦΙΛΗΣ
Transliteration A: euphilḗs Transliteration B: euphilēs Transliteration C: effilis Beta Code: eu)filh/s

English (LSJ)

ές, A well-loved, χείρ A.Ag.34. II Act., loving well, ποίμνης τοιαύτης οὔτις εὐ. θεῶν Id.Eu.197.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui aime beaucoup;
2 bien-aimé.
Étymologie: εὖ, φιλέω.

German (Pape)

ές, sehr liebend, ποίμνης τοιαύτης οὔτις εὐφιλὴς θεῶν Aesch. Eum. 197, kein Gott liebt sie; – sehr geliebt, teuer, χείρ Aesch. Ag. 34.

Russian (Dvoretsky)

εὐφῐλής:
1 горячо любящий (τινος Aesch.);
2 горячо любимый, дорогой (χείρ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐφῐλής: -ές, ὁ λίαν φιλούμενος, εὐφιλῆ χέρα Αἰσχυλ. Ἀγ. 34. ΙΙ. ἐνεργ., λίαν φιλῶν, ποίμνης τοιαύτης οὔτις εὐφιλής θεὸς ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 197. {{grml |mltxt=εὐφιλής, -ές (Α)
1. παθ. αυτός που αγαπιέται πολύ, φίλτατος, αγαπητός
2. ενεργ. αυτός που αγαπά πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φιλής (< φιλείν), πρβλ. δημοφιλής, [[προσφιλής]. }}

Greek Monotonic

εὐφῐλής: -ές (φιλέω),·
I. πολύ αγαπητός, σε Αισχύλ.
II. αυτός που αγαπάει πολύ, με γεν., στον ίδ.

Middle Liddell

εὐ-φῐλής, ές φιλέω
I. well-loved, Aesch.
II. act. loving well, c. gen., Aesch.

English (Woodhouse)

dear, loved

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)