πεδιάσιος

From LSJ
Revision as of 13:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδῐάσιος Medium diacritics: πεδιάσιος Low diacritics: πεδιάσιος Capitals: ΠΕΔΙΑΣΙΟΣ
Transliteration A: pediásios Transliteration B: pediasios Transliteration C: pediasios Beta Code: pedia/sios

English (LSJ)

ον, of the plain, σμύρνα Dsc.1.64 (v.l. -άσιμος) ; οἱ π. dwellers in the plain, Str.15.1.58; = πεδιεῖς, Phot., Suid. s.v. πάραλοι.

German (Pape)

[Seite 541] = πεδιαῖος, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de plaine.
Étymologie: πεδίον.

Greek (Liddell-Scott)

πεδιάσιος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πεδιάδα, ὁ τῆς πεδιάδος, πεδινός, Στράβ. 712· πρβλ. πεδιακός· - ὡσαύτως, πεδιάσιμος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀρεινός, Βασίλ. τ.2, σ. 40. κλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεδιάδα, ο πεδινός
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πεδιάσιοι
οι κάτοικοι τών πεδινών περιοχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον πιθ. κατά τα τοπωνύμια σε -άσιος (πρβλ. Φλειάσιος].

Greek Monotonic

πεδιάσιος: -ον (πεδίον), αυτός που ανήκει στην πεδιάδα, σε Στράβ.

Middle Liddell

πεδιάσιος, ον, πεδίον
of the plain, Strab.