κακόστρωτος

From LSJ
Revision as of 13:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόστρωτος Medium diacritics: κακόστρωτος Low diacritics: κακόστρωτος Capitals: ΚΑΚΟΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: kakóstrōtos Transliteration B: kakostrōtos Transliteration C: kakostrotos Beta Code: kako/strwtos

English (LSJ)

ον, ill-spread, i. e. rugged, A.Ag.556.

German (Pape)

[Seite 1304] schlecht hingebreitet, vom schlechten Lager, Aesch. Ag. 542.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la couche est dure ou mauvaise.
Étymologie: κακός, στρώννυμι.

Greek Monolingual

κακόστρωτος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι καλά στρωμένος, γεμάτος πτυχές («σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους» Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -στρωτος (< στρωτός < στρώννυμι), πρβλ. ορθόστρωτος, πορφυρόστρωτος].

Greek Monotonic

κᾰκόστρωτος: -ον, κακοστρωμένος, δηλ. γεμάτος πτυχές ή ρωγμές, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόστρωτος: плохо постланный, т. е. жесткий, неудобный для ночлега (δυσαυλίαι Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόστρωτος -ον [κακός, στρώννυμι] met slechte slaapgelegenheid.

Middle Liddell

κᾰκό-στρωτος, ον
ill-spread, i. e. rugged, Aesch.

English (Woodhouse)

ill-spread

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)