πεδήτης

From LSJ
Revision as of 08:10, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδήτης Medium diacritics: πεδήτης Low diacritics: πεδήτης Capitals: ΠΕΔΗΤΗΣ
Transliteration A: pedḗtēs Transliteration B: pedētēs Transliteration C: peditis Beta Code: pedh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, Pass., A one fettered, prisoner, Ar.Fr.65, Herod.3.69, LXX Wi.17.2, Plu.2.165e, Luc.Sat.10, etc.: in plural, title of play by Call. Com. (Fr.2 D.). II at Samos, building in which certain fetters were kept, Plu.2.303e.

German (Pape)

[Seite 541] ὁ, der Gefesselte, Gefangene; Plut. superst. 3; Luc. Cronosol. 10.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui à qui on met souvent les entraves, càd mauvais esclave.
Étymologie: πεδάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεδήτης -ου, ὁ [πεδάω] geboeid man.

Russian (Dvoretsky)

πεδήτης: ου ὁ закованный в цепи, пленник Arph. etc.

Greek (Liddell-Scott)

πεδήτης: -ου, ὁ, Παθ., ὁ πεπεδημένος, δεδεσμευμένος, δεσμώτης, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 720, Πλούτ. 2. 165D, Λουκ. Κρον. 1, κτλ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. δέσμιος, δεσμώτης
2. οικοδόμημα στη Σάμο όπου υπήρχαν δεσμά
3. στον πληθ. Πεδῆται
τίτλος έργου του κωμικού Καλλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + επίθημα -ήτης (πρβλ. σκην-ήτης)].

Greek Monotonic

πεδήτης: -ου, ὁ (πεδάομαι), δεσμώτης, φυλακισμένος, σε Λουκ.

Middle Liddell

πεδήτης, ου, ὁ, [πεδάομαι]
one fettered, a prisoner, Luc.