δικελλίτης
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
[λῑ], ου, ὁ, a digger, Luc.Tim.8.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ cavador Luc.Tim.8.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui travaille avec le hoyau à deux pointes.
Étymologie: δίκελλα.
German (Pape)
ὁ, der mit der δίκελλα hacht od. gräbt, Luc. Tim. 8.
Russian (Dvoretsky)
δικελλίτης: ου (ῑτ) ὁ вооруженный двузубой киркой Luc.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκελλίτης: [λῑ], ου, ὁ, ὁ σκάπτων διὰ δικέλλης, σκαφεύς, Λουκ. Τίμωνι 8.
Greek Monolingual
δικελλίτης, ο (Α)
ο δικελλευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκελλα + (παραγ. κατάλ.) -ίτης].
Greek Monotonic
δῐκελλίτης: [λῑ], -ου, ὁ, σκαπανέας, σκαφτιάς, σε Λουκ.