τυφογέρων

From LSJ
Revision as of 08:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡφογέρων Medium diacritics: τυφογέρων Low diacritics: τυφογέρων Capitals: ΤΥΦΟΓΕΡΩΝ
Transliteration A: typhogérōn Transliteration B: typhogerōn Transliteration C: tyfogeron Beta Code: tufoge/rwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, (τῦφος) silly old man, dotard, Ar.Nu.908 (anap.); τ. ἄνδρες Id.Lys.335 (lyr.):—perhaps with a play on τυμβογέρων.

German (Pape)

[Seite 1166] οντος, ὁ, ein kindischer, geistesschwacher Alter, dessen Verstand durch hohes Alter verdunkelt, gleichsam in Rauch u. Dunst gehüllt ist; Ar. Nubb. 898, Schol. μάταιος, κενόδοξος; Lys. 335, Schol. τετυφωμένος (vgl. τυφεδανός). Andere erklären ein Greis, der dem Scheiterhaufen, d. i. dem Grabe nahe ist.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
vieil imbécile litt. vieillard dont l'esprit est émoussé.
Étymologie: τῦφος, γέρων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυφογέρων -οντος, ὁ [τῦφος, γέρων] oude sufferd.

Russian (Dvoretsky)

τῡφογέρων: οντος ὁ слабоумный старик Arph.

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, Α
ξεμωραμένος, ξεκουτιάρης γέροςτυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + γέρων.

Greek Monotonic

τῡφογέρων: -οντος, ὁ (τύφω), ανόητος και μωρός γέρος, του οποίου το μυαλό είναι σκοτισμένο και συγκεχυμένο από την ηλικία, ξεκουτιασμένος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τυφογέρων: -οντος, (τύφω) ἀνόητος καὶ μωρὸς γέρων, τοῦ ὁποίου ὁ νοῦς εἶναι ἐσκοτισμένος καὶ συγκεχυμένος ἐκ τῆς ἡλικίας, «ξεκουτιασμένος» (πρβλ. τυφεδανός), τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908, Λυσιστρ. 335· - ἴσως μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξ. τυμβογέρων.

Middle Liddell

τῡφο-γέρων, οντος, τύφω
an old man dim and dull with age, a dullard, dotard, Ar.