σκυλοδέψης
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ου, ὁ, (δέφω, δέψω) tanner of hides, Ar.Av.490, Ec.420.
German (Pape)
[Seite 907] ὁ, der Ledergerber, Ar. Av. 490 Eccl. 420.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
corroyeur.
Étymologie: σκύλος, δέψω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυλοδέψης -ου, ὁ [σκύλος, δέψω] leerlooier.
Russian (Dvoretsky)
σκῠλοδέψης: ου ὁ дубильщик, кожевник Arph.
Greek (Liddell-Scott)
σκῠλοδέψης: -ου, ὁ, (δέφω, δεψέω) ὁ κατεργαζόμενος δέρματα, βυρσοδέψης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 490, Ἐκκλ. 420· πρβλ. σκῡτοδέψης, οὗ διαφέρει μόνον κατὰ τὴν ποσότητα τῆς πρώτης συλλαβῆς· οὕτω σκῠλόδεψος, ὁ, Δημ. 781. 18· ἴδε σκυλαδέψης, -ος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και σκυλοδέσφης, ὁ, Α
αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης («ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον, χαλκῆς, κεραμῆς, σκυλοδέψαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος (τὸ) «δέρμα ζώου» + -δέψης / -δέσφης (< δέφω / δέψω «κατεργάζομαι»), πρβλ. βυρσοδέψης].
Greek Monotonic
σκῠλοδέψης: -ου, ὁ (δέφω, μέλ. δέψω), αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης, σε Αριστοφ.· ομοίως, σκῠλόδεψος, ὁ, σε Δημ.
Middle Liddell
σκῠλο-δέψης, ου, ὁ, δέφω, fut. δέψω
a tanner of hides, Ar.:—so σκῠλό-δεψος, ὁ, Dem.