ὀστρακίτης

From LSJ
Revision as of 15:00, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστρᾰκίτης Medium diacritics: ὀστρακίτης Low diacritics: οστρακίτης Capitals: ΟΣΤΡΑΚΙΤΗΣ
Transliteration A: ostrakítēs Transliteration B: ostrakitēs Transliteration C: ostrakitis Beta Code: o)straki/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A = ὀστράκινος, λίθος ὀ. Dsc.5.146, cf. Plin.HN36.139; also, ostracitis, = ὀστρακίας, ib.37.177. 2 fem. ὀστρακῖτις, ιδος, an inferior variety of καδμεία, Dsc.5.74, Plin.HN 37.151. II a kind of cake, Ath.14.647f.

German (Pape)

[Seite 400] ὁ, = ὀστρακηρός, bes. – 1) eine Steinart, ostracites, nach Einigen Meerschaum, Diosc., Plin. H. N. 36, 19. – 2) eine Art Kuchen, Ath. XV, 647 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκίτης: -ου, ὁ, = ὀστράκινος, λίθος ὀστρ. Διοσκ. 5. 165, πρβλ. Πλίν. 36. 31· ὡσαύτως = ὀστρακίας, ὁ αὐτ. 37. 65. 2) θηλ. ὀστρακῖτις, ῐδος, = καδμεία, Διοσκ. 5, 84, Πλίν. 37. 56 καὶ 65. ΙΙ εἶδος πλακοῦντος, Ἀθήν. 647Ε.

Greek Monolingual

ο (Α ὀστρακίτης)
νεοελλ.
απολίθωμα οστράκου που αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο
αρχ.
1. ως επίθ. οστράκινοςὀστρακίτης λίθος», Διοσκ.)
2. ο λίθος οστρακίας
3. είδος πίτας
4. είδος φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επίθημα -ίτης (πρβλ. ξυλίτης)].