περίφοβος

From LSJ
Revision as of 15:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίφοβος Medium diacritics: περίφοβος Low diacritics: περίφοβος Capitals: ΠΕΡΙΦΟΒΟΣ
Transliteration A: períphobos Transliteration B: periphobos Transliteration C: perifovos Beta Code: peri/fobos

English (LSJ)

ον, in great fear, τάρβος A.Supp.736 (lyr.), cf. Th.6.36, X.An.3.1.12, Lycurg.40, Hyp.Ath.13; τινος of a thing, Pl.Phdr. 239b; περὶ σφῶν αὐτῶν Plb.5.74.3; πρὸς τὸν θάνατον μαλακὸς καὶ π. Arist.EE1229b7. Adv. -βως Epicur.Fr.532, D.H.11.22, Plu.Arat.26.

German (Pape)

[Seite 599] ganz in Furcht gesetzt, sehr erschrocken; Aesch. Suppl. 717; Thuc. 6, 36; Plat. τινός, Phaedr. 239 b, περί τινος, Pol. 5, 74, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très effrayé.
Étymologie: περί, φέβομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίφοβος -ον [περί, φόβος] hevig bevreesd; met gen..; περίφοβον ὄντα τοῦ καταφρονηθῆναι doodsbenauwd om geminacht te worden Plat. Phaedr. 239b; adv. περιφόβως met angst en beven. Plut. Arat. 26.2.

Russian (Dvoretsky)

περίφοβος: крайне испугавшийся, перепуганный (τινος Plat., περί τινος Polyb. и πρός τι Arst.): π. ἀνηγέρθη Xen. он в страхе проснулся.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίφοβος, -ον, ΝΜΑ
πάρα πολύ φοβισμένος.
επίρρ...
περιφόβως ΝΜΑ
με πολύ μεγάλο φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φόβος (πρβλ. επίφοβος)].

Greek Monotonic

περίφοβος: -ον, αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο φόβο, εξαιρετικά φοβισμένος, σε Θουκ., Ξεν.· τινος, για ένα πράγμα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

περίφοβος: -ον, σφόδρα πεφοβημένος, ἔντρομος ἐκ φόβου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 736, Θουκ. 6, 36, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 12˙ περίφοβος τοῦ καταφρονηθῆναι Πλάτ. Φαῖδρ. 239Β˙ περίφοβοι ἦσαν καὶ περὶ σφῶν καὶ περὶ τῆς πατρίδος Πολύβ. 5. 74, 3˙ πρός τι Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 3. 1, 19. ― Ἐπίρρ. -βως, Διον. Ἁλ. 11. 22, Πλουτ. Ἄρατ. 26.

Middle Liddell

περί-φοβος, ον,
in great fear, exceeding fearful, Thuc., Xen.; τινος of a thing, Plat.

English (Woodhouse)

afraid, fearful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)