ὠμοβρώς
From LSJ
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
English (LSJ)
ῶτος, ὁ, ἡ, eating raw flesh, E.Tr. 436, HF889 (lyr.), Tim.Pers.150, prob. in S.Fr.799.5.
French (Bailly abrégé)
ῶτος (ὁ, ἡ)
c. ὠμοβόρος.
German (Pape)
ῶτος, roh essend, fressend, Soph. frg. 153; bes. rohes Fleisch fressend, Eur. Tr. 436, Herc.Fur. 887.
Russian (Dvoretsky)
ὠμοβρώς: ῶτος adj. ὠμός
1 едящий сырое мясо Soph., Eur.;
2 кровожадный, жестокий (ἀποινόδικοι δίκαι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠμοβρώς: ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ ἐσθίων ὠμὸν κρέας, Εὐρ. Τρῳ. 436, Ἡρ. Μαιν. 887· καὶ πιθανῶς διορθωτέον ὠμοβρὼς ἀντὶ -βρῶτα ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 153.
Greek Monolingual
-ῶτος, ὁ, ἡ, Α
1. ωμοβόρος
2. ὠμόβρωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. σαρκοβρώς].
Greek Monotonic
ὠμοβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ (βιβρώσκω), αυτός που τρώει ωμό κρέας, σε Ευρ.