πανδαμάτωρ

From LSJ
Revision as of 12:28, 17 May 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνδᾰμᾰ́τωρ Medium diacritics: πανδαμάτωρ Low diacritics: πανδαμάτωρ Capitals: ΠΑΝΔΑΜΑΤΩΡ
Transliteration A: pandamátōr Transliteration B: pandamatōr Transliteration C: pandamator Beta Code: pandama/twr

English (LSJ)

[μᾰ], ορος, ὁ, (δαμάω) the all-subduer, all-tamer, of sleep, Il.24.5, Od.9.373; of time, πανδαμάτωρ χρόνος, Simon.4.5, B.12.205, Epigr.Gr.1050 (Ephesus); πανδαμάτωρ δαίμων S.Ph. 1467 (anap.); κεραυνός Luc. Tim.2, etc.:—pecul. fem. πανδαμάτειρα, Orph.H.10.26, Epigr.Gr.434.6 (Petra), IG12(5).303 (Paros); πανδαμάτωρ μοῖρα Arist.Pepl.43.

German (Pape)

[Seite 457] ορος, ὁ, der Alles Bändigende, der Allbezwinger, vom Schlaf, Il. 24, 5 Od. 9, 373; δαίμων, Soph. Phil. 1453; χρόνος, Ep. ad. 375 b (App. 333); Herakles, Ep. ad. 286 (Plan. 99); κεραυνός, Luc. Tim. 2.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui dompte tout, qui soumet tout.
Étymologie: πᾶν, δαμάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανδαμάτωρ -ορος [πᾶς, δαμάω] albedwingend:. ὕπνος... πανδαμάτωρ de alles bedwingende slaap Od. 9.373.

Russian (Dvoretsky)

πανδᾰμάτωρ: ορος (μᾰ) adj. укрощающий, смиряющий всех (ὕπνος Hom.; δαίμων Soph.; κεραυνός Luc.; χρόνος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πανδᾰμάτωρ: [μᾰ], ορος, ὁ, (δαμάω) ὁ τὰ πάντα δαμάζων, ἐπὶ τοῦ ὕπνου, Ἰλ. Ω. 5, Ὀδ. Ι. 373˙ ἐπὶ χρόνου, Σιμωνίδ. 5˙ πανδαμάτωρ χρόνος Βακχυλ. XII (XIII), 205 Blass, Συλλ. Ἐπιγρ. 2976˙ πανδ. Δαίμων Σοφοκλ. Φ. 1467˙ κεραυνὸς Λουκ. Τίμ. 2, κτλ.˙ - θηλ. πανδαμάτειρα, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 26, Συλλ. Ἐπιγρ. 4667˙ ἀλλὰ πανδαμάτωρ μοῖρα Ἀριστ. Ἐπίγραμμ. 44.

English (Autenrieth)

all-subduing, Il. 24.5 and Od. 9.373.

Spanish

que todo lo somete, todopoderoso

Greek Monolingual

ο, θηλ. πανδαμάτειρα, ΝΑ
(κυρίως για τον χρόνο και τον ύπνο, αλλά και για δαίμονα, θεό, κεραυνό, καθώς και για την μοίρα) αυτός που δαμάζει, που υποτάσσει ή εξαφανίζει τα πάντα (α. «πανδαμάτωρ χρόνος», Βακχυλ.
β. «οὐδέ μιν ὕπνος ᾕρει πανδαμάτωρ», Ομ. Ιλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δαμάτωρ (< θ. δαμα- του δάμνημι «δαμάζω», βλ. λ. δάμνημι)].

Greek Monotonic

πανδᾰμάτωρ: [μᾰ], -ορος, ὁ (δαμάω), αυτός που υποτάσσει, δαμάζει τα πάντα, εξημερωτής των πάντων, σε Όμηρ., Σοφ.

Middle Liddell

παν-δᾰμᾰ́τωρ, ορος, ὁ, δαμάω
the all-subduer, all-tamer, Hom., Soph.

Mantoulidis Etymological

-ορος (=πού τά πάντα δαμάζει). Ἀπό τό πᾶς + δαμάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

que todo lo somete ref. a Hermes Μοιρῶν τε κλωστὴρ σὺ λέγῃ καὶ θεῖος Ὄνειρος, π., ἀδάμαστος tú eres llamado hilo de las Moiras y divino Sueño, que todo lo sometes, indomable P XVIIb 11