λάθριος
ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion
English (LSJ)
λάθριον, also α, ον Man.6.207:—later form of
A λαθραῖος (secret, furtive, clandestine), κλέμματα S.Ichn.66 (lyr.); ἐρετμοί Pl.Com.3; ἐπιθυμίαι Men.535.7; φιλάματα, εὐνά, Bion 2.6; of a person, ἐπ' οὔατα λάθριος εἶπεν Call.Ap.105; λάθριος γαμέτης Epigr.Gr.336.5 (Troas); of a place, λάθριος νάπος Theoc.20.39 codd. (Λάτμιον Wilamowitz): neuter plural as adverb, λαθρίως = secretly, Call.Del.241; λάθρια μὲν γελάοισα treacherously (v.l. for λάθρῃ), Theoc.1.96.
II Λαθρίη, ἡ, epithet of Aphrodite, AP6.300.1 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 6] = λαθραῖος, heimlich, versteckt, Callim. Apoll. 104 Del. 211, u. oft in der Anth., τενάγη Apollnds. 16 (IX, 296), πούς Philp. 45 (XI, 33); Κυθήρη, verstohlen, Man. 6, 207; auch in sp. Prosa, ἐνδείξεις D. Cass. 78, 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. λαθραῖος.
Russian (Dvoretsky)
λάθριος: 2, редко 3 Men., Theocr., Anth. = λαθραῖος.
Greek (Liddell-Scott)
λάθριος: -ον, ὡσαύτως α, ον Μανέθων 6. 207· - μεταγεν. τύπος τοῦ λαθραῖος, ἐρετμοὶ Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἀδών.» 1. 4· ἐπιθυμίαι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 6· φιλάματα, εὐνὴ Βίων 15. 6· ἐπὶ προσ., ἐς οὔατα λάθριος εἶπεν Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 104· λ. γαμέτης Συλλ. Ἐπιγρ. 3588. 5· ἐπὶ τόπου, λ. νάπος Θεόκρ. 20. 39· - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., μυστικῶς κρυφίως, Καλλ. εἰς Δῆλ. 241· λάθρια μὲν γελάοισα, ἀπίστως (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή), Θεόκρ. 1. 96.
Greek Monolingual
λάθριος, -ον, θηλ. και -ία και -ίη (Α) λάθρα
1. λαθραίος («κλέμματα λάθρια», Σοφ.)
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λαθρίη
προσωνυμία της Αφροδίτης
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) λάθρια
λαθραία.
Greek Monotonic
λάθριος: -ον, μεταγεν. τύπος του λαθραῖος, σε Θεόκρ.· ουδ. πληθ., ως επίρρ., μυστικά, κρυφά, παρασκηνιακά, στον ίδ.
Middle Liddell
λάθριος, ον later form of λαθραῖος, Theocr.]
neut.pl. as adv., treacherously, Theocr.