παραλλάξ

Revision as of 09:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

A Adv. alternately, in turn, S.Aj.1087; ἀνάπαλιν καὶ παραλλάξ Ti.Locr.95c; [ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν] παραλλάξ Arist.Resp.471a11; τῶν ἀετῶν θάτερον τῶν ἐκγόνων ἁλιαίετος γίνεται παραλλάξ Id.Mir.835a1; of the production of leaves, Thphr.HP6.2.8.
2 in alternating rows, νῆσοι… παραλλὰξ καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι Th.2.102.
II παραλλὰξ εἶναι, = παραλλάσσειν ΙΙ.1, ἐν δὲ τῇ γῇ καὶ παραλλάξ εἰσιν οἱ πόροι Arist.Mete.385b25.
III side by side, Hermog.Meth.5.

German (Pape)

[Seite 487] abwechselnd; ἕρπει παραλλὰξ ταῦτα, Soph. Ai. 1066, Schol. κατὰ διαδοχήν; – πάλιν καὶ παρ. vrbdt Tim. Locr. 95 c; Sp.; schräg neben einander, νῆσοι παραλλὰξ κείμεναι im Gegensatz von κατὰ στοῖχον, also nicht in gerader Linie, Thuc. 2, 102.

French (Bailly abrégé)

adv.
irrégulièrement (par opposition à « en alignement »), pêle-mêle.
Étymologie: παραλλάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραλλάξ [παραλλάττω] adv., afwisselend, beurtelings.

Russian (Dvoretsky)

παραλλάξ: adv. попеременно, чередуясь (αἱ νῆσοι π. καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι Thuc.): ἕρπει παραλλὰξ ταῦτα Soph. (все) это движется перемежаясь; ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν π. Arst. попеременно вдыхать и выдыхать; παραλλὰξ εἶναι Arst. чередоваться, перемежаться.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (με τροπ. σημ.)
1. διαδοχικά, εναλλάξ
2. πλευρό με πλευρό, παραπλεύρως
3. φρ. «παραλλὰξ εἰμί»
(για δρόμους, αγωγούς, πόρους κ.λπ.) ξεκινώ από αντίθετο σημείο προς ένα άλλο και κατευθύνομαι προς αυτό χωρίς να συναντώμαι μαζί του, παρεκκλίνω, αποκλίνω («ἐν τῇ γῇ παραλλάξ εἰσι οἱ πόροι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + επίρρ. ἀλάξ (< ἀλλάσσω), πρβλ. αμφαλλάξ].

Greek Monotonic

παραλλάξ: επίρρ.,
1. εναλλακτικά, Λατ. vicissium, σε Σοφ.
2. σε διαδοχικές σειρές, Λατ. ad quincuncem dispositi, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παραλλάξ: Ἐπίρρ., ἐναλλάξ, vicissim, ἕρπει παραλλὰξ ταῦτα Σοφ. Αἴ. 1087, Τιμ. Λοκρ. 95C· ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν π. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 2, 4· τῶν ἀετῶν θἄτερον τῶν ἐκγόνων ἁλιαίετος γίνεται π. ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 60· πρβλ. ἐναλλάξ. 2) νῆσοι .. παραλλὰξ καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι, δηλ. οὕτω . · . · . · . · καὶ οὐχὶ οὕτως::::, Θουκ. 2. 102. ΙΙ. π. εἶναι = παραλλάσσειν ΙΙ. 1, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 4.

Middle Liddell

[from παραλλάσσω
1. alternately, in turn, Lat. vicissim, Soph.
2. in alternating rows, Lat. ad quincuncem dispositi, Thuc.