προπέτεια

Revision as of 09:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ,
A headlong haste, rashness, Isoc.5.90, Arist.EN1150b19; opp. σωφροσύνη, D.19.251; πρόπου προπέτεια Id.21.38; προπέτεια καὶ θρασύτης Id.22.63, cf. 23.130; προπέτεια καὶ ἀπόνοια Id.44.58; hasty judgement, Gal. Anim.Pass.2.6; fickleness, Plb.10.6.2.
II prominence, of the nose, Sor.1.103; of the eyes, Gal.18(2).301, Aët.7.2.

German (Pape)

[Seite 739] ἡ, das Vorwärtsfallen, das Vorwärtsgeneigtsein, bes. Vorschnellheit, Keckheit, Unbesonnenheit, καὶ θρασύτης Dem. 22, 63, u. öfter; προπετείας καὶ τῆς μεγίστης ἀπονοίας σημεῖον, 44, 58; oft Pol., der es mit προδοσία vrbdt, 10, 6, 2, S. Emp. oft.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
précipitation, promptitude inconsidérée, témérité.
Étymologie: προπετής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προπέτεια -ας, ἡ προπετής overhaasting, te grote voortvarendheid, onbezonnenheid, roekeloosheid.

Russian (Dvoretsky)

προπέτεια:
1 стремительность, порывистость, тж. опрометчивость (προπέτεια καὶ θρασύτης Dem.);
2 непостоянство (προδοσία καὶ προπέτεια Polyb.).

Greek Monolingual

η, ΝΑ προπετής
μτφ. άκαιρη και αλόγιστη σπουδή λόγου, απερίσκεπτη βιασύνη κατά την ομιλία
νεοελλ.
αυθάδεια, ιταμότητα
αρχ.
1. κλίση ή πτώση προς τα εμπρός
2. εσπευσμένη κρίση κατά τη διάρκεια θυμού
3. αστάθεια
4. (για τη μύτη και για τα μάτια) προεξοχή, προβολή προς τα έξω, πέταγμα προς τα έξω.

Greek Monotonic

προπέτεια: ἡ, απερίκεπτη βιασύνη, ορμητικότητα, απερισκεψία, αδιακρισία, σε Δημ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

προπέτεια: ἡ, ἀπερίσκεπτος σπουδή, ὁρμή, βία, ἀδιακρισία, αὐθάδεια, Ἰσοκρ. 100C, Δημ. 420. 11, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 8. 8· τρόπου πρ. Δημ. 526. 17· πρ. καὶ θρασύτης ὁ αὐτ. 612. 28, πρβλ. 663. 17· πρ. καὶ ἀπόνοια ὁ αὐτ. 1097. 29· ἀντίθετον τῷ σωφροσύνη, ὁ αὐτ. 420. 11· ― ἀστάθεια, Πολύβ. 10. 6, 2.

Middle Liddell

προπέτεια, ἡ,
reckless haste, vehemence, rashness, indiscretion, Dem., etc. [from προπετής

English (Woodhouse)

rashness, vehemence