διόρυγμα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A cut, canal, as that across the isthmus of Mount Athos, Th.4.109.
II digging through, house-breaking, LXX Ex.22.2(1), Je.2.34.
III hole made in wall by χελώνη, Aen.Tact.32.12.
IV siege-mine, D.S.20.94.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 canal excavado artificialmente τὸ τοῦ βασιλεὺς δ. ref. al hecho por Jerjes en Acte de Calcídica, Th.4.109, τὸ δ. τοῦ Ἀρτεμισίου IG 11(2).158A.84 (Delos III a.C.).
2 galería subterránea, túnel empleado en un asedio, D.S.20.94.
3 abertura, brecha en un muro πρὸς μὲν τὸ δ. (τοῦ τείχους) πῦρ ποιεῖν πολύ Aen.Tact.32.12
•hueco de la ventana, LXX Soph.2.14
•boquete o butrón para robar ἐὰν δὲ ἐν τῷ διορύγματι εὑρεθῇ ὁ κλέπτης LXX Ex.22.1, cf. Ie.2.35, I.AI 4.271
•p. ext. brecha de una herida τὸ δ. τοῦ τραύματος Ach.Tat.3.8.2.
German (Pape)
[Seite 635] τό, das Durchgegrabene, die Durchgrabung, z. B. des Berges Athos, Thuc. 4, 109 u. Sp., wie D. Sic. 20, 94.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
canal.
Étymologie: διορύσσω.
Russian (Dvoretsky)
διόρυγμα: ατος τό ров, канава, канал Thuc., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
διόρυγμα: τό, τὸ διασκαφέν, αὖλαξ, διῶρυξ, ὡς τοῦ ἰσθμοῦ τοῦ Ἄθω, Θουκ. 4. 109. ΙΙ. ἡ διασκαφή, Ἑβδ. (Ἔξ. 22. 2).
Greek Monolingual
το (AM διόρυγμα) διορύσσω
διώρυγα, τάφρος
αρχ.
1. υπόγεια είσοδος, υπόγειος διάδρομος
2. τρύπα που σχηματίστηκε από πολεμική χελώνη
3. υπόνομος, οχετός.
Greek Monotonic
διόρυγμα: -ατος, τό, αυλάκι, διώρυγα, σε Θουκ.
Middle Liddell
διόρυγμα, ατος, τό, n, a through-cut, canal, Thuc. (from διορύσσω)