ἔολπα
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
ας, ε, poet. pf. with pres. sense of ἔλπομαι (q.v.).
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
v. ἔλπω.
Russian (Dvoretsky)
ἔολπα: pf. в знач. praes. к ἔλπω.
Greek (Liddell-Scott)
ἔολπα: ας, ε, ποιητ. β΄ πρκμ. τοῦ ἔλπω μετὰ σημ. ἐνεστ., ἐλπίζω, μόνον ἐν τῷ ἑν. ἀριθμ. τῆς ὁριστ., νῦν δὴ νῶΐ γ’ ἔολπα... οἴσεσθαι μέγας κῦδος Ἀχαιοῖσι Ἰλ. Χ. 216, Ὀδ. Ε. 379, κτλ.
English (Autenrieth)
see ἔλπω.