λίμινθες

From LSJ
Revision as of 09:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίμινθες Medium diacritics: λίμινθες Low diacritics: λίμινθες Capitals: ΛΙΜΙΝΘΕΣ
Transliteration A: líminthes Transliteration B: liminthes Transliteration C: liminthes Beta Code: li/minqes

English (LSJ)

ἕλμινθες, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λίμινθες: «ἕλμινθες. Πάφιοι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λίμινθες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἕλμινθες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένη γρφ. του τ. ἕλμινθες, πιθ. με επίδραση της λ. λιμός, για να δηλώσει τον σκώληκα τών εντέρων, την ταινία. Ο αρχικός τ. ἕλμινθες συνδέεται με ΙΕ τ. με την ίδια σημ., αλλά διαφορετική μορφή. Από τη μια με την ΙΕ ρίζα kwrmi-, (πρβλ. αρχ. ινδ. kŕmi-, λιθουαν. kirmis, αρχ. σλαβ. črŭvi) και από την άλλη με τη ρίζα wrmi- (πρβλ. λατ. vermis, γοτθ. waurms, αρχ. άνω γερμ. wurm). To τελευταίο θ. απαντά στο βοιωτικό ανθρωπωνύμιο Fάρμιχος και στη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος «ῥόμος
σκώληξ ἐν ξύλοις». Τέλος, ο τ. ἕλμινθες σχηματίστηκε πιθ. με επίδραση της ΙΕ ρίζας welλίμινθες «γυρίζω, πιέζω» (βλ. είλω, ευλή].

Frisk Etymological English

Grammatical information: ?
Meaning: ἕλμινθες. Πάφιοι H. = intestinal worm
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Variant of ἕλμινθες, s.v. Influence of λιμός hunger seems improbable. S. Georgacas Ἀφιέρωμα Τριανταφυλλιδη (Athens 1960) 475ff. - Not with Grošelj Živa Ant. 4, 173 to λείμαξ.

Frisk Etymology German

λίμινθες: {líminthes}
Meaning: ἕλμινθες. Πάφιοι H.
Etymology: Umbildung von ἕλμινθες, wahrscheinlich nach λιμός Hunger; über die engen Beziehungen der Wörter für Eingeweidewurm und für Hunger s. Georgacas Ἀφιέρωμα Τριανταφυλλίδη (Athens 1960) 475ff. — Nicht mit Grošelj Živa Ant. 4, 173 zu λείμαξ u. Verw.
Page 2,124