καυτός

From LSJ
Revision as of 09:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυτός Medium diacritics: καυτός Low diacritics: καυτός Capitals: ΚΑΥΤΟΣ
Transliteration A: kautós Transliteration B: kautos Transliteration C: kaftos Beta Code: kauto/s

English (LSJ)

καυτή, καυτόν, v. καυστός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 brûlé (par le bout);
2 brûlant.
Étymologie: καίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καυτός -ή -όν zie καυστός.

German (Pape)

l.d. für καυστός.

Russian (Dvoretsky)

καυτός: Eur. = καυστός.

Greek (Liddell-Scott)

καυτός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. καυστός.

Greek Monolingual

(I)
και καυστός, -ή, -ό (ΑΜ καυτός και καυστός, -ή, -όν) καίω
αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.)
νεοελλ.
ζωτικός, βασικός («καυτά προβλήματα»)

Greek Monotonic

καυτός: -ή, -όν, άλλος τύπος του καυστός.