πυρέττω
From LSJ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
Att. for πυρέσσω.
German (Pape)
[Seite 821] att. statt πυρέσσω.
French (Bailly abrégé)
ἐπύρεττον;
att. c. πυρέσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρέττω, Ion. πυρέσσω [πυρετός] aor. ἐπύρεξα, koorts hebben
Russian (Dvoretsky)
πῠρέττω: атт. = πυρέσσω.
Greek (Liddell-Scott)
πυρέττω: Ἀττ. ἀντὶ πυρέσσω.
Greek Monolingual
Α
(αττ. τ.) βλ. πυρέσσω.
Greek Monotonic
πυρέττω: Αττ. αντί πυρέσσω.