ἀφνειός

From LSJ
Revision as of 10:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφνειός Medium diacritics: ἀφνειός Low diacritics: αφνειός Capitals: ΑΦΝΕΙΟΣ
Transliteration A: aphneiós Transliteration B: aphneios Transliteration C: afneios Beta Code: a)fneio/s

English (LSJ)

ἀφνειόν, also ή, όν Hes.Fr.134.2, Pi.O.7.1, A.R.1.57, etc.: (ἄφενος):—rich, wealthy, Il.2.825, etc.; in a thing, c. gen., ἀφνειὸς βιότοιο 5.544; χρυσοῖό τε ἐσθῆτός τε Od.1.165 (Comp.): c.acc., φρένας ἀφνειός Hes.Op.455: c. dat., ἀ. ἀρούραις, μήλοις, Theoc.24.108, 25.119; abundant, ἄγρη Opp.H.3.648; δάκρυα Nonn. D. 2.156; ., title of Ares in Arcadia, Paus.8.44.7: irreg. Sup. ἀφνειέστατος Antim. 73: regul. Comp. and Sup., Od. l.c., Il.20.220:—also ἀφνεός, ά, όν, Thgn.188,559, and generally in Lyr. and Trag., Pi.O.1.10, al., B.1.62, al., A.Pers.3 (anap.), Fr.96, S.El.457 (Comp.). [ᾱφν in Hom.; ᾰφν A.; ᾱφνεώτερος in S.l.c.: Thgn. has ᾰ in ll.cc.]

Spanish (DGE)

-όν
• Alolema(s): ἀφνεός, -ά, -όν Sol.23.13, Thgn.188, B.1.172, A.Pers.3, Pi.O.1.10
• Morfología: [tb. -ός, -ή, -όν Hes., A.R., AP, etc.; sup. irreg. ἀφνειέστατος Antim.87]
1 rico, opulento Τρῶες Il.2.825, sup. ἀφνειότατος Il.20.220, ἄνδρες Hes.Op.308, cf. Th.974, (ἀνήρ) Thgn.188, Phoen.2.11, Κυθέρεια AP 5.232 (Paul.Sil.), χείρ Pi.O.7.1, S.El.457, de ciudad o lugares χωρίον Th.1.13, Κόρινθος Pi.Fr.122.2, Γυρτών A.R.1.57, casas ἕδρανα A.Pers.3, δόμοι A.Fr.96, ἑστία Pi.O.1.10, οἶκος AP 7.189 (Aristodic.), de un santuario, Call.Dian.250
epít. de Ares en Arcadia, Paus.8.44.77
c. rég. indicando el género de riqueza: c. gen. βιότοιο Il.5.544, χρυσοῖό τε ἐσθῆτός τε Od.1.165, c. ac. φρένας Hes.Op.455, c. dat. μήλοισι καὶ ... βοέσσιν Hes.Fr.240.2, κτεάτεσσι Thgn.559, ἀρούραις Theoc.24.108, μήλοις Theoc.25.119, βιότῳ Man.3.74.
2 abundante ἐλπίδ' εἶχον ἀφνεάν Sol.l.c., κορυφαί Pi.N.1.15, ἀροῦραι Pi.P.11.15, δάκρυα Nonn.D.2.156, cf. 15.166.
• Diccionario Micénico: a-pe-ne-wo (?).

German (Pape)

[Seite 413] όν, Hes. frg. 45 ἀφνειή, wie Ap. Rh. 1, 57 (ἄφενος); bemittelt, reich; oft Hom. u. folgende Dichter, gewöhnlich absolut; ἀφνειότεροι χρυσοῖό τε ἐσθῆτός τε, reicher an Gold u. Kleidern, Od. 1, 165; ἀφνειὸς βιότοιο Iliad. 5, 544; Hes. μήλοισι O. 120; ἀρούραις, μήλοις, Theocr. 24, 106. 25, 118; φρένας 455. Den regelmäßigen superl. hat Hom. Il. 20, 220; ἀφνειέστατος Antimach. 72.

French (Bailly abrégé)

ός ou ή, όν :
riche, opulent ; ἀφνειὸς βιότοιο IL riche en ressources pour vivre ; χρυσοῖο OD qui a de l'or en abondance ; ὁ ἀφνειός homme riche ; en parl. de choses (ville, maison, etc.);
Cp. ἀφνειότερος, Sp. ἀφνειότατος.
Étymologie: ἄφενος.

Russian (Dvoretsky)

ἀφνειός: и 3 богатый, состоятельный или обильный (τινος Hom., τινι Hes., Theocr., редко τι Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφνειός: -όν, καὶ ή, όν, Ἡσ. Ἀποσπ. 39, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 57, κτλ. (ἄφενος): εὔπορος, εὐκατάστατος, πλούσιος, Ἰλ. Β. 825, κτλ.· εἴς τι πρᾶγμα, μετὰ γεν., ἀφνειός βιότοιο Ε. 544· χρυσοῖο τε ἐσθῆτός τε Ὀδ. Α. 165· μετ’ αἰτ., φρένας ἀφνειός Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 453· μετὰ δοτ., ἀφν. ἀρούραις, μήλοις Θεόκρ. 24. 106., 25. 118: ― ἄφθονος, ἄγρη Ὀππ. Ἁλ. 3. 648· δάκρυα Νόνν. Δ. 2. 156. ― Ἀνώμαλ. ὑπερθ. -έστατος, Ἀντίμαχ. ἐν Ἀποσπ. 72· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ἔχει τὸ ὁμαλὸν συγκριτικὸν καὶ ὑπερθετικόν, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἰλ. Υ. 220. ― Ἐπ. λέξις, ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ Πινδ. Ἀλλ’ ὁ Πἰνδ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταχειρίζεται τὸν ἰσοδύναμον τύπον ἀφνεός. ἀ, όν, εὑρισκόμενον καὶ παρὰ Θεόγν. 188, 159, Αἰσχύλ. Πέρσ. 3. Ἀποσπ. 96, Σοφ. Ἠλ. 457, Βακχυλ. 1. 172 (ἔκδ. Blass). [ᾱφν- παρ’ Ὁμ.· ᾰφν- παρ’ Αἰσχύλ.· ᾱφνεώτερος παρὰ Σοφ., ἔνθ’ ἀνωτ.· ὁ Θέογν. ἔχει ἀμφότερα ᾱ καὶ ᾰ].

English (Autenrieth)

(ἄφενος), -ότεροι, -ότατος: wealthy, rich in (τινός).

Greek Monolingual

ἀφνειός, -όν και -ός, -ή, -όν και ἀφνεός, -ά, -όν) (Α)
1. εύπορος, πλούσιος
2. άφθονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άφενος, με κατάλ. -ιος. Δηλ. αντί αφενε(σ)-ιος, με συγκοπή του άτονου -ε- μεταξύ του -φ- και του -ν-. Ο τ. μαρτυρείται στον Όμηρο, Ησίοδο, Θέογνι και με τη μορφή αφνεός στους λυρικούς και τραγικούς ποιητές].

Greek Monotonic

ἀφνειός: -όν και -ή, -όν (ἄφενος), πλούσιος, εύπορος, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ἀφνειὸς βιότοιο, πλούσιος σε περιεχόμενο, σε Όμηρ.· με αιτ., σε Ησίοδ.· με δοτ., σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἄφενος
rich, wealthy, Il.; c. gen., ἀφνειὸς βιότοιο rich in substance, Hom.; c. acc., Hes.; c. dat., Theocr.

English (Woodhouse)

rich

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)