φώγω

From LSJ
Revision as of 10:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φώγω Medium diacritics: φώγω Low diacritics: φώγω Capitals: ΦΩΓΩ
Transliteration A: phṓgō Transliteration B: phōgō Transliteration C: fogo Beta Code: fw/gw

English (LSJ)

imperat. φῶγε Epich.151; φῴζω Stratt.65, cf. Hp.Vict.2.56; also φωγνύω (Valck. for φωγύνω) Suid.; inf. φωγνύναι (as if fr. φώγνυμι) Eust.962.50, EM803.32 (so in Pass. 3sg. φώγνυται Dsc. 1.68, 4.64): aor. ἔφωξα Hp.Mul.1.78, Nic.Al.607, but ἔφωσα Hp.Mul. 2.113, Dieuch. ap. Orib.4.7.1:—Pass., aor. ἐφώχθην Dsc.2.97, Aret. CA1.10, (προ-) Dsc.2.90: pf. πέφωγμαι Pherecr.68; πέφωσμαι Hp. Epid.7.80, Morb.2.64, Iatrocl. ap. Ath.14.647c, Gp.6.6.2:—roast, toast, parch, ll.cc.; ἰσχάδες πεφωγμέναι (v.l. πεφρυγμέναι) Pherecr.l.c. (Cf. ONorse baka, Engl. bake.)

German (Pape)

[Seite 1321] perf. pass. πέφωγμαι, aor. pass. ἐφώχθην, rösten, braten; φασήλους φῶγε θᾶσσον Epicharm. bei Ath. II, 56 a; πεφωγμέναι ἰσχάδες Pherecrat. bei Ath. XIV, 653 a, nach Mein. aus Bachm. Anecd. 411, 8 für die vulg. πεφωσμέναι; Strab. 11, 13, 11 ἀπὸ ἀμυγδάλων φωχθέντων ἄρτους ποιοῦνται.

French (Bailly abrégé)

faire rôtir.
Étymologie: DELG all. backen, angl. bake.

Greek (Liddell-Scott)

φώγω: προστ. φῶγε Ἐπίχαρμ. 102 Ahr.· φώζω Στράττις ἐν Ἀδήλ. 6, πρβλ. Ἱππ. 361. 3· καὶ φωγνύω (οὕτως ὁ Valck ἀντὶ φωγύνω) Σουΐδ.· ἀπαρ. φωγνύναι Εὐστ. 962. 50, Ἐτυμ. Μέγ.· Παθ., γ΄ ἑνικ. φώγνυται Διοσκ. 1. 80· ― ἀόρ. ἔφωξα Ἱππ. 639. 40· ― Παθ., ἀόρ. ἐφώχθην Διοσκ. 2. 119, πρβλ. 112· ― πρκμ. πέφωγμαι Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 2· πέφωσμαι Ἱππ. 887, 1229Η, Ἀθήν. 647C. Ὡς τὸ φρύγω, «ξεροψήνω», Τουρκ. «καβουρδίζω», ξηραίνω εἰς τὸ πῦρ ἢ εἰς τὸν ἥλιον, ἴδε ἀνωτ.· ἰσχάδες πεφωγμέναι (διάφορ. γραφ. πεφρυγμέναι) Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Μeineke ἐν τόπῳ, κτλ. Ἐντεῦθεν παράγονται αἱ λέξεις, φώγανον φωγτός· πρβλ. Λατιν. foc-us, Ἀρχ. Σκανδ. bak-s Ἀρχ. Γερμ. bakh-u (bake), κλπ.

Greek Monolingual

ΜΑ, και φῴζω και φώγνυμι και φωγνύω Α
ψήνω ή ξηραίνω στη φωτιά ή στον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με μορφολογική ποικιλία ως προς το επίθημα. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το ρ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα bhō-g- της ΙΕ ρίζας bhē- «ζεσταίνω, ψήνω» με λαρυγγική παρέκταση -g- και συνδέεται με τα αγγλ. bake «ψήνω», γερμ. backen «ψήνω» και άλλους αρχαιότερους γερμ. τ. Τέλος, οι συνδέσεις του ρ. με τον λακων. τ. που παραδίδει ο Ησύχ. βαγαρόν
χλιαρόν ή με το φρυγ. βέκος «ψωμί» ή και με τον τ. φαῦσιγξ «φουσκάλα, φλύκταινα» δεν θεωρούνται πιθανές].

Frisk Etymology German

φώγω: (Epich.),
{phṓgō}
Forms: φῴζω (Stratt., Hp.), φωγνύω (Suid.; codd. -γύνω), -νύναι (Eust., EM), φώγνυται (Dsk.), Aor. ἔφωξα (Hp., Nik.), ἔφωσα (Hp.), Pass. ἐφώχθην, auch m. προ- (Dsk., Aret.), Perf. Med. (ὑπο-)πεφωγμένος (Pherekr., Dsk.), πέφωσμαι (Hp.), Vbaladj. φωκτός (Nik., Dsk.)
Grammar: v.
Meaning: rösten, braten.
Derivative: Davon φώγανον n. Gefäß zum Rösten der Gerste = φρύγετρον (Poll.), φῶξις f. das Rösten (Gal.), φῶκται pl. geröstete Gerstenkörner (Luk.).
Etymology: Kann mit einem germ. Verb für backen, rösten in awno. baka, ahd. bahhan, Prät. buoh (= φωγ-), nhd. backen (express. Gemin.?) usw. verbunden werden unter Annahme eines idg. Ablautwechsels bhōg-: bhəg- (Curtius 189 mit Benfey und Pott). Hierher noch als illyr. βαγαρόν· χλιαρόν. Λάκωνες H. (v. Blumenthal IF49,175)? Weitere, ganz fragliche Kombinationen, u. a. mit ahd. bāen, nhd. bähen durch Umschläge wärmen (idg. bhē-), nhd. Bad n. (urg. *baþa- < idg. bhə-to-?) bei WP. 2, 187, Pok. 113.
Page 2,1057